Στις προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων αναφέρθηκε σήμερα στη Βουλή ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, κατά την παρουσίαση της Ενδιάμεσης Έκθεσης Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ για τις εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο κ. Στουρνάρας υπογράμμισε πως προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι από την υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και να αντιμετωπιστούν οι μελλοντικές προκλήσεις, η εγχώρια οικονομική πολιτική θα πρέπει να ακολουθήσει ορισμένες προτεραιότητες.
Αυτές είναι:
-Η εφαρμογή μιας μακροχρόνιας δημοσιονομικής πολιτικής και ενός δημοσιονομικού μίγματος που θα αποβλέπουν στην ταχεία μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, χωρίς όμως να αποτελούν εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.
«Εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος, μετά από τη διεξαγωγή άσκησης βιωσιμότητας του χρέους με τη χρήση κατάλληλου υποδείγματος, ότι η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα για το 2021 και το 2022 σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο από το σημερινό, δεν θα επηρέαζε ούτε κατ’ ελάχιστον τη βιωσιμότητα του χρέους, ενώ θα ενίσχυε την οικονομική ανάπτυξη, σε συνδυασμό μάλιστα με την έγκαιρη υλοποίηση των απαραίτητων και συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων. Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο», ανέφερε ο Διοικητής της ΤτΕ.
Ο ίδιος είπε πως λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και τις θέσεις που έχουν εκφράσει τόσο η ΕΚΤ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέρ της δημοσιονομικής επέκτασης, αλλά και τις σχετικά περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ ως συνέπεια της κρίσης χρέους που πέρασε, θα πρέπει να καταστεί δυνατόν, σε συμφωνία και συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους, να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα.
«Οι χαμηλότεροι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτρέψουν περαιτέρω μείωση της φορολογίας και ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση και διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στο δυνητικό προϊόν και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους», σημείωσε.
-Η ριζική αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα, με τα συστημικά μέσα που προαναφέρθηκαν και τον εκσυγχρονισμό και την ενιαιοποίηση του καθεστώτος αφερεγγυότητας, που η κυβέρνηση επεξεργάζεται και πρόκειται να εφαρμόσει εντός του α’ εξαμήνου του 2020.
- Η ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων.
-Η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας. Τα ποσοστά ανεργίας των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν υψηλά και αναδεικνύουν την ανάγκη διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας αφενός και εφαρμογής επιπρόσθετων στοχευμένων πολιτικών στήριξης της απασχόλησης για αυτές τις ομάδες αφετέρου.
-Η αντιστροφή του brain drain, δηλαδή της μαζικής φυγής στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα. Το φαινόμενο αυτό επηρέασε σημαντικά το μέγεθος και την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, επιδείνωσε τους δημογραφικούς δείκτες της χώρας και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων. Συνεπώς, η χάραξη και η αξιόπιστη εφαρμογή μιας ολιστικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα βασίζεται στην ενδελεχή ανάλυση των κλάδων παραγωγής με σκοπό την ταυτοποίηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης είναι προτεραιότητα για την αναστροφή του φαινομένου (brain regain).
- Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους, ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απόκτηση (μέσω αγοραπωλησίας) και εγγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και για την έκδοση οικοδομικών αδειών και τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση.