Ένας έντονος κρότος ακούστηκε στα στρατηγεία των ισχυρότερων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη από την σπάνια και πανικόβλητη ομολογουμένως εσπευσμένη κίνηση της Fed να μειώσει τα επιτόκια, προκειμένου να «θωρακίσει» την αμερικανική οικονομία από το ισχυρό χτύπημα του κοροναϊού. Την Τρίτη η Fed σε μια κίνηση που αιφνιδίασε τις αγορές, μείωσε τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης στο εύρος του 1% με 1,25%, στέλνοντας ένα ηχηρό μήνυμα στις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες να λάβουν αντίστοιχα υποστηρικτικά μέτρα.
Μικρά περιθώρια ελιγμών από το στρατηγείο της Φρανκφούρτης
Η πίεση που άσκησε έμμεσα η Fed, δίνοντας ξεκάθαρη γραμμή για τη λήψη νέων μέτρων νομισματικής τόνωσης έφτασε και στην Φρανκφούρτη, με την Κριστίν Λαγκάρντ, που συμπληρώνει μόλις τέσσερις μήνες στο τιμόνι της ΕΚΤ, να καλείται να διαχειριστεί τις οικονομικές επιπτώσεις του κοροναϊού. Η σιδηρά κυρία της ΕΚΤ μπορεί όλο αυτό το διάστημα να είχε εστιάσει στο πως να βελτιώσει το επικοινωνιακό προφίλ της ΕΚΤ (εντός και εκτός Φρανκφούρτης) και να γεφυρώσει το χάσμα με το Βερολίνο, ωστόσο πλέον καλείται να ξεδιπλώσει την οικονομική της ατζέντα και να πάρει πρωτοβουλίες για τη «θωράκιση» της Ευρωζώνης από την εξάπλωση μιας επιδημίας για την οποία δεν έχει βρεθεί το «αντίδοτο».
Σε αυτό το τοπίο και έχοντας εξαντλήσει το μεγαλύτερο μέρος της εργαλειοθήκης της, η ΕΚΤ έχει ένα μικρό περιθώριο ελιγμών, αφού δεν κατάφερε να αυξήσει τα επιτόκια όταν η οικονομία της Ευρωζώνης είχε αρχίσει να βελτιώνεται όπως έκανε τα τελευταία χρόνια η Fed επί προεδρίας Γέλεν. Πλέον με τα επιτόκια να βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και το διάλογο για τις δυσμενείς επιπτώσεις αυτών να έχει φουντώσει εδώ και μήνες σε ολόκληρη την Ευρώπη, η Λαγκάρντ θα πρέπει να είναι εκείνη που θα κάνει «ότι είναι δυνατό για να σώσει το ευρώ» για δεύτερη φορά μετά τον Ντράγκι. Το σημαντικότερο μέτρο που εξετάζει το στρατηγείο της Φρανκφούρτης είναι η χορήγηση στοχευμένων μακροπρόθεσμων δανείων -φθηνές δανειοδοτήσεις- TLTRO σε μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, οι οποίες πιθανόν θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα από το χτύπημα μιας ύφεσης. Παράλληλα οι αγορές δείχνουν να προεξοφλούν κατά 77% μία νέα μείωση των επιτοκίων κατά 10 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 12 Μαρτίου.
«Από την πλευρά της προσφοράς, η ΕΚΤ δεν μπορεί να κάνει πολλά, εκτός από την παροχή ρευστότητας σε συγκεκριμένους τομείς που πλήττονται από τον ιό», δήλωσε στους Financial Times η Δανάη Κυριακοπούλου, επικεφαλής οικονομολόγος του OMFIF. Η ίδια πρόσθεσε πως το μεγάλο ερώτημα που κυριαρχεί έχει να κάνει με τις διαιρέσεις στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ και τι υποστήριξη θα υπάρξει για την άμεση λήξη μέτρων. Και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια μιας και ο ερχομός της Γαλλίδας δικηγόρου στην Φρανκφούρτη συνοδεύτηκε από την επανέναρξη του QE από τον προκάτοχό της Μάριο Ντράγκι που έδρασε, βλέποντας πως η Ευρωζώνη ρίχνει «ταχύτητα». Παίρνοντας λοιπόν, αυτό το ρίσκο ο Ντράγκι, και με τα «γεράκια» της ΕΚΤ να εκφράζουν έντονα τις αντιθέσεις τους, προσπάθησε να δώσει νέα ώθηση, εξαντλώντας σε μεγάλο βαθμό τα εργαλεία της ΕΚΤ. Ωστόσο αντί να αντιστραφεί η πορεία της οικονομίας στη «ζώνη του ευρώ» με τους ρυθμούς ανάπτυξης να ενισχύονται, τα «μέτρα Ντράγκι» δεν φαίνεται να λειτούργησαν διατηρώντας τη στασιμότητα. Έτσι, με τις ισορροπίες στην παγκόσμια οικονομία να παραμένουν εξαιρετικά εύθραυστες, ο κοροναϊός παίρνοντας να χαρακτηριστικά μιας υβριδικής και ασύμμετρης απειλής ήρθε να προστεθεί σε ένα ήδη επιβαρυμένο οικονομικό outlook.
Με τις κεντρικές τράπεζες να δείχνουν «αδύναμες» να αντιδράσουν, η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να προσφέρει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση μιας ύφεσης που προκαλείται από μια επιδημία που εξαπλώνεται ραγδαία. Οι επιχειρήσεις και οι κλάδοι που θα δεχθούν το μεγαλύτερο πλήγμα από τον κοροναϊό (τουρισμός, ναυτιλία, εμπόριο) προσπαθούν να διατηρήσουν τη ρευστότητά τους και όχι να συρθούν πιθανότατα προς το δανεισμό ή στο να επενδύσουν στο μέλλον. Το σοκ που επήλθε από τον κοροναϊό χτύπησε την προσφορά, και όχι τόσο τη ζήτηση στην οποία η νομισματική πολιτική είναι γενικά πιο αποτελεσματική. Παράλληλα, η αβεβαίοτητα που κυριαρχεί λόγω του κοροναϊού δυσκολεύει ακόμα περισσότερο το έργο των κεντρικών τραπεζών που προσπαθούν να αποφύγουν όσο το δυνατόν μία βαθιά κρίση «τύπου 2008» με διαφορετικά χαρακτηριστικά αυτή τη φορά.
Συναγερμός σε όλες τις κεντρικές τράπεζες του πλανήτη
Η Bank of Japan δείχνει να εξετάζει να προσφέρει πρόσθετη ρευστότητα στις αγορές, ενώ ο διοικητής της Bank of England Μάρκ Κάρνεϊ, δήλωσε την Τρίτη ότι εάν κριθεί απαραίτητο θα μειώσει τα επιτόκια. Παράλληλα η People's Bank of China εξετάζει να προσφέρει χαμηλότοκα δάνεια σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν ζητήματα ρευστότητας. Για την Fed οι αγορές προεξοφλούν και τρίτη άμεση μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στις 17 Μαρτίου, μετά την αιφνιδιαστική κίνηση της Τρίτης. Τέλος η Bank of Canada μείωσε τα επιτόκια την Τετάρτη κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, στο εύρος του 1,25%-1,75%.
Ωστόσο οι χειρισμοί γύρω από τις μειώσεις των επιτοκίων πιθανώς δεν θα συμβάλουν σημαντικά στην άμβλυνση των οικονομικών πιέσεων, λειτουργώντας και πρόσθετα επιβαρυντικά για τα τραπεζικά και ασφαλιστικά συστήματα. Αυτός είναι και λόγος που τόσο το ΔΝΤ (50 δισ. δολάρια) όσο και οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί (Κομισιόν 232 εκατ. ευρώ) λειτουργούν υποστηρικτικά μέσω μεγάλων προγραμμάτων ρευστότητας.
Τα δημοσιονομικά μέτρα που θα λάβουν οι εθνικές κυβερνήσεις θα διαδραματίσουν καταλυτικό ρόλο ώστε να καλύψουν το κενό που αφήνουν οι κεντρικές τράπεζες.
Φωτογραφία: Getty Images/Ideal Images