Σχεδόν πέντε μήνες πέρασαν, από τη μαραθώνια Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες κατά την οποία επετεύχθη συμβιβασμός για την υλοποίηση του μηχανισμού του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 750 δισ. ευρώ. Ωστόσο ο δρόμος συνεχίζει να φαντάζει δύσκολος και ανηφορικός, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες επαναφέρουν τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα για να αναχαιτίσουν την ταχεία διασπορά των μεταλλάξεων του στελέχους του κορονοϊού και τα ευρωπαϊκά κεφάλαια αργούν επικίνδυνα, οδεύοντας έτσι προς μια διπλή ύφεση.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της HSBC για την Ευρώπη Φάμπιο Μπαλμπόνι, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός πως πολλές ευρωπαϊκές χώρες προχωρούν σε εμπροσθοβαρή δέσμευση μέρους των επιχορηγήσεων που δε θα πιέσει τα ελλείμματα ή το χρέος, προσπαθώντας να περιορίσουν τον αντίκτυπο του δευτερου κύματος της πανδημίας. Ενδεικτικό είναι πως η Ιταλία υπολογίζει μέσω του προϋπολογισμού της για το 2021 να κάνει εκτεταμένη χρήση των ευρωπαϊκών πόρων, ήτοι 31,3 δισ. ευρώ (επιχορηγήσεις, δάνεια, React Eu), η Γαλλία 17 δισ. ευρώ και η Ισπανία 27 δισ. ευρώ, ενώ η Ελλάδα αναμένει εισροές 5,5 δισ. ευρώ από το Ταμείο/ReactEU. Τα μεγέθη αυτά ωστόσο, κρύβουν μια ιδιαίτερη νότα αισιοδοξίας, σύμφωνα με τη βρετανική τράπεζα.
Όπως εκτιμά ο κ. Μπαλμπόνι οι εκταμιεύσεις δεν αναμένεται να ξεκινήσουν πολύ πριν από τα μέσα του έτους, ενώ παράλληλα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων δεν θα δαπανηθεί άμεσα, ιδίως σε ό,τι εστιάζει στο σκέλος των επενδύσεων. Παράλληλα, το πρόσφατο παρελθόν έδειξε πως οι ταχύτητες με τις οποίες που «έτρεξαν» πολλές χώρες και κυρίως η Ιταλία και η Ισπανία ως προς την απορρόφηση και υλοποίηση δράσεων από τη χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων ήταν απογοητευτικές. Μέχρι τον Ιανουάριο του 2021, μόνο το ήμισυ των κονδυλίων του επταετούς προϋπολογισμού 2014 - 2020 είχε δαπανηθεί στις δύο χώρες. Βεβαίως, όπως σημειώνει οικονομολόγος της HSBC μπορεί να είναι ευκολότερο να δοθεί μία μεγαλύτερη έμφαση σε προγράμματα επιδοτήσεων και σε μειώσεις φόρων, κάτι που όμως δε βρίσκει ιδιαίτερα «ευήκοα ώτα» στην Κομισιόν.
Ευρύτερα η HSBC εκτιμά ότι περίπου 65 δισ. ευρώ από το σκέλος των επιχορηγήσεων όπως και τα κεφάλαια του ReactEU θα εκταμιευθούν σε ολόκληρη την ΕΕ φέτος, εκ των οποίων λίγο περισσότερα από 50 δισ. ευρώ θα αφορούν την Ευρωζώνη. Στη συνέχεια τα ποσά αυτά θα αυξηθουν, φτάνοντας τα 110 δισ. ευρώ το επόμενο έτος και τα 130 δισ. ευρώ (0,9% του ΑΕΠ) το 2023.
Φυσικά, όπως επισημαίνει ο κ. Μπαλμπόνι, οι κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας μπορεί για την ώρα να παραμένουν στον «πάγο», αλλά σε κάποια χρονική φάση θα ενεργοποιηθούν, με τις εκλογές στη Γερμανία και την Ολλανδία να δημιουργούν πιθανώς ένα νέο πολιτικό τοπίο επαναφέροντας τη συζήτηση γύρω από αυτό το ζήτημα. Έτσι αν κάποιες χώρες δυσκολευτούν να επιτύχουν μια δημοσιονομική προσαρμογή τότε πιθανώς να διατρέχουν κίνδυνο ως προς την εισροή των ευρωπαϊκών κεφαλαίων.
Από την άλλη, σε ό,τι αφορά την αναπτυξιακή δυναμική που θα προσδώσουν στις ευρωπαϊκές χώρες τα εθνικά στρατηγικά σχέδια για το Ταμείο Ανάκαμψης, η HSBC αναμένει μια αύξηση της ανάπτυξης στην ΕΕ περίπου 0,2% για το τρέχον έτος, 0,4% το 2022 και 0,5% το 2023. Μέχρι το 2025, που ως επί το πλείστον θα έχει δαπανηθεί το μεγαλύτερο μέρος των επιχορηγήσεων, ο σωρευτικός αντίκτυπος στo ΑΕΠ θα είναι περίπου 1,3% υψηλότερος, σύμφωνα με τη βρετανική τράπεζα.
Ο έντονος προβληματισμός, ωστόσο έγκειται στο ότι, εάν τα χρήματα δεν αξιοποιηθούν με τρόπο που να ενισχύουν την αναπτυξιακή δυναμική, η υψηλότερη ανάπτυξη που θα προκύψει βραχυπρόθεσμα θα είναι απλά ένας ρυθμός που «μεταφέρθηκε» και θα εξασθενίσει σε μακροπρόθεσμη βάση. Για παράδειγμα η ιταλική κυβέρνηση υπόθετει μια αύξηση 0,2% (με παραγωγικό κενό 0,5%), ενώ η ισπανική ανεβάζει τον πήχη στο 0,4-0,5%, και στο συνολικό 1,5% σε 2%. Αυτοί οι αριθμοί, μπορεί να φαίνονται μικροί αλλά κρύβουν τεράστιες αλλαγές. Για μία χώρα όπως η Ιταλία, όλα τα οφέλη του Ταμείου θα μπορούσαν εξαλειφθούν πλήρως έως το 2030, χωρίς καμία αύξηση της αναπτυξιακής της δυναμικής, σύμφωνα με τον Φάμπιο Μπαλμπόνι.
Με τον ίδιο τρόπο, ο αντίκτυπος της ορθολογικής χρήσης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στη βιωσιμότητα του χρέους είναι ιδιαίτερα σημαντικός, ιδίως για χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Συγκεκριμένα για την Ιταλία ο κ. Μπαλμπόνι εκτιμά πως μέχρι το 2026, το χρέος της χώρας θα ήταν περίπου 3% χαμηλότερο στο σενάριο του Ταμείου Ανάκαμψης με μια αύξηση 0,2% στη δυνητική ανάπτυξη. Χωρίς αυτήν, η βελτίωση θα ήταν μικρότερη και πιο συγκεκριμένα στο 1,5%, ενώ μέχρι το 2030 η βελτίωση θα ήταν 4% με 0,2% potential growth αλλά μόλις στο 1% χωρίς αυτό. Μακροπρόθεσμα έως το 2050, όταν όλα σχεδόν τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχουν αποπληρωθεί, το δημόσιο χρέος της Ιταλίας θα μπορούσε να είναι 8% χαμηλότερο με την ενίσχυση του 0,2%, αλλά υψηλότερο, κατά περίπου 0,5% χωρίς αυτή.
Παράλληλα, «κλειδί» για να απορροφήσει μια χώρα τα μέγιστα από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Όπως αναφέρει ο οικονομολόγος της HSBC εάν οι θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν, συνδεθούν αποκλειστικά με έργα που θα αφορούν το Ταμείο, τότε ενδέχεται να χαθούν εξ ολοκλήρου καθώς κάποια στιγμή τα έργα αυτά θα ολοκληρωθούν, μη επηρεάζοντας τη δομική/διαρθωτική ανεργία.
Στην πρώτη γραμμή «κρούσης» όσο αναφορά τις χώρες του Νότου. στις οποίες κυριαρχούν οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι διαρθωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εστιάζουν σε πολιτικές στήριξης της αγοράς εργασίας με αιχμή στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στην καλύτερη ανταπόκριση στις ανάγκες της οικονομίας, ενώ παράλληλα θα χρειαστεί ένα πλέγμα συγκεκριμένων δράσεων για αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση και δικαστικό σύστημα.
Ο ίδιος επισημαίνει παράλληλα, πως το επενδυτικό πλάνο που θα «χτιστεί» γύρω από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να έχει ορίζοντα, ώστε να ενισχύσει τους πιθανούς αναπτυξιακούς ρυθμούς και να διαμορφώσει ένα περιβάλλον πιο φιλικό για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Όπως αναφέρει «τα φορολογικά κίνητρα βοηθούν, αλλά υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν».
Φωτογραφία: Getty Images/Ideal Image