«Παιδί» του Σπύρου Παντελιά, του Διευθυντή Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι το σχέδιο για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων που παρουσίασε χθες το Bloomberg και το οποίο προβλέπει τη μεταφορά περίπου του 50% των απαιτήσεων από αναβαλλόμενη φορολογία των τραπεζών σε ένα «όχημα ειδικού σκοπού», το οποίο στη συνέχεια θα πουλήσει ομόλογα και θα αξιοποιήσει τα κεφάλαια για να αγοράσει περίπου 42 δισ. ευρώ κόκκινων δανείων από τις τράπεζες. Άλλες πληροφορίες αναφέρουν πως για τη «μηχανική» του SPV έδωσε συμβουλές και ο εντεταλμένος σύμβουλος της PwC Ελλάδας Κώστας Μητρόπουλος.
Το σχέδιο Παντελιά, το οποίο θα αναλυθεί στην έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που θα δημοσιοποιηθεί στις 22 Νοεμβρίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, έχει παρουσιασθεί «μέσες άκρες» σε κυβέρνηση και θεσμούς ήδη από το Σεπτέμβριο, αλλά δεν έτυχε θερμής υποδοχής. Το σχέδιο δείχνει να έχει πλήθος νομικών δυσκολιών και, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, δεν φαίνεται να έχει ξεκάθαρο όφελος για το Δημόσιο. Και αυτό είναι κάτι που έχει ήδη επικοινωνηθεί στην Τράπεζα της Ελλάδος και προσωπικά στον κ. Παντελιά, από ευρωπαϊκά όργανα.
Αρχικά στους θεσμούς προκάλεσε αίσθηση το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος εμφανίζεται ως «επισπεύδουσα» μιας πρότασης που για να προχωρήσει προϋποθέτει την χορήγηση κρατικών εγγυήσεων και την ανάληψη βαρών από τους φορολογουμένους. Γνώστης των διεργασιών ανέφερε πως με το συγκεκριμένο σχέδιο «το Δημόσιο καλείται να βάλει το χέρι σε δύο τσέπες για να ενισχύσει τις τράπεζες», καθώς πέραν του αναβαλλομένου φόρου που αποσβένεται στην 20ετία, θα εγγυηθεί πρόσθετα και τα ομόλογα που θα εκδώσει το SPV.
Το σημαντικότερο εμπόδιο στο σχέδιο Παντελιά έχει να κάνει με την αλλαγή της δομής του σχήματος του αναβαλλομένου φόρου των τραπεζών. Σύμφωνα με πληροφορίες του insider.gr η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη πληροφορηθεί την μη συναίνεση της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού για οποιαδήποτε αλλαγές στο σχήμα του αναβαλλόμενου φόρου των τραπεζών. Την ίδια απροθυμία δείχνει και η κυβέρνηση, αλλά και οι τράπεζες.
Από την πλευρά τους, στελέχη της ΤτΕ υποστηρίζουν πως επειδή ο αναβαλλόμενος φόρος ήδη έχει εγγραφεί ως υποχρέωση του Δημοσίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση προς τις τράπεζες. Για τον αναβαλλόμενο οι τράπεζες πληρώνουν προμήθεια 1,5% προκειμένου να μην θεωρείται κρατική ενίσχυση. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Μια ενδεχόμενη αλλαγή της χρήσης των απαιτήσεων από την αναβαλλόμενη φορολογία των τραπεζών θα οδηγούσε σε ευρύτερη αμφισβήτηση του υφιστάμενου σχήματος.
Σε κάθε περίπτωση, μπορεί ο οδηγός της ΕΚΤ σχετικά με την εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας κεφαλαίου (ICAAP) που δόθηκε προ ημερών στη δημοσιότητα, να αναφέρει ρητά πως τυχόν στοιχεία ισολογισμού που δεν μπορούν να θεωρηθούν διαθέσιμα για την κάλυψη ζημιών, με βάση την παραδοχή για συνέχεια των εργασιών του ιδρύματος, όπως οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, θα πρέπει να αφαιρούνται από τα κανονιστικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, ωστόσο το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος δεν προβλέπει το πώς θα ενισχυθούν τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών από τη στιγμή που 8 δισ. ευρώ αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων μεταφερθούν στο SPV. Συγκεκριμένα, κάνει εικασίες πως θα υπάρξει βελτίωση σε βάθος χρόνου από την μεταφορά των bad assets στο ειδικό όχημα.
Αλλά δεδομένου ότι ο SPV θα αγοράσει τα κόκκινα δάνεια από τις τράπεζες σε τιμές αγοράς, αυτό μπορεί να σημαίνει πρόσθετες ζημιές, εάν οι προβλέψεις που έχουν ληφθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα για τα συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια δανείων είναι μικρότερες από τις τιμές πώλησης των δανείων. Και μια πιθανή ζημιογόνος χρήση θα ενεργοποιήσει το σχήμα του υφιστάμενου αναβαλλόμενου, ήτοι το Δημόσιο θα καλύψει τη ζημιά με μετρητά και θα λάβει αποζημίωση υπό τη μορφή νέων μετοχών που θα εκδώσει η τράπεζα, οδηγώντας σε απίσχνανση τους υφιστάμενους μετόχους.
Το ερώτημα που έθεσαν οι περισσότεροι στον κ. Παντελιά είναι το ποιος θα αγοράσει τα ομόλογα του SPV, ακόμη και εάν αυτά φέρουν κρατική εγγύηση. Και αυτή δεν είναι μια μικρή λεπτομέρεια. Το SPV στην καλύτερη των περιπτώσεων θα εξέδιδε ομόλογα «ΒΒΒ-», δηλαδή ομόλογα που έχουν επενδυτική βαθμίδα, ενώ στο πιο ρεαλιστικό σενάριο τα ομόλογα θα είχαν rating «BB-», όσο και το αξιόχρεο της Ελλάδος. Ωστόσο, πλέον τα ομόλογα με βαθμολογία ΒΒΒ και ΒΒ δεν προσελκύουν τους επενδυτές, καθώς η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες και η αύξηση των επιτοκίων, τα καθιστά λιγότερο ελκυστικά σε σχέση με το παρελθόν.
Αν και το Δημόσιο θα έβγαινε πολλαπλώς ζημιωμένο και εκτεθειμένο σε κινδύνους από την πρόταση της ΤτΕ, οι τράπεζες θα έμεναν με λιγότερους «σκελετούς» στα βιβλία τους και με λιγότερα, αλλά καλύτερης ποιότητας, κεφάλαια.