Όταν το πρώτο κύμα του κορονοϊού απειλούσε όχι μόνο την υγεία των πολιτών, αλλά και την οικονομία του κράτους, η γερμανική κυβέρνηση, όπως και άλλες κυβερνήσεις της Eυρωζώνης, είχαν επιλέξει να βοηθήσουν τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, από το να τις αφήσουν να πτωχεύσουν.
Με νομοθετική ρύθμιση το Βερολίνο επέτρεπε σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις να αποφύγουν το λουκέτο μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. Ήταν μία «ανάσα» που τους έδινε τη δυνατότητα να αναπτύξουν νέες επιχειρηματικές ιδέες, να ζητήσουν έκτακτη οικονομική βοήθεια λόγω πανδημίας ή να επωφεληθούν από ευεργετικά μέτρα όπως η προσωρινή μείωση του ΦΠΑ, που μόνο σε βάθος χρόνου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν.
Βραχυπρόθεσμα η νομοθετική παρέμβαση ασφαλώς βοήθησε τις επιχειρήσεις, επισημαίνει ο Πάτρικ Λούντβιχ Χαντς, αναλυτής της εταιρίας συμβούλων Creditreform. «Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης θα λέγαμε ότι ναι, ήταν μία επιτυχία η μείωση των πτωχεύσεων, η οποία, σύμφωνα με τις δικές μας έρευνες, φτάνει το 8,9% για το πρώτο εξάμηνο του 2020», λέει ο Γερμανός αναλυτής. Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στοιχεία της Γερμανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, τον Ιούλιο οι πτωχεύσεις μειώθηκαν κατά 30%. Μόνο που από τη νομοθετική ρύθμιση δεν έχουν επωφεληθεί μόνο όσοι άρχιζαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα λόγω πανδημίας την άνοιξη του 2020, αλλά και εκείνοι που, πιθανώς λόγω κακής διαχείρισης, είχαν φτάσει στα όρια τους πολύ νωρίτερα. Και αυτό γιατί η ευεργετική ρύθμιση περιελάμβανε όλες τις επιχειρήσεις που είχαν υπερχρεωθεί μέχρι τις 31.12.2019. Αλλά η στήριξη δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, προειδοποιεί ο Πάτριχ Λούντβιχ Χαντς. «Και σε περιόδους κρίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι η σταθεροποίηση και διόρθωση της αγοράς είναι πολύ σημαντική, είναι ένα είδος στρες τεστ. Γιατί όταν δεν χρεοκοπεί ούτε μία επιχείρηση, είναι σαν να εξισώνουμε ένα καλό με ένα κακό επιχειρηματικό πλάνο», επισημαίνει.
Η απειλή της «επιχείρισης-φάντασμα»
Δεν πρόκειται μόνο για μία θεωρητική αντίληψη περί δικαιοσύνης. Μη βιώσιμες επιχειρήσεις μπορούν να συμπαρασύρουν στην κρίση ακόμη και τις υγιείς επιχειρήσεις, για παράδειγμα όταν έχουν συναλλαγές μαζί τους ή λειτουργούν ως προμηθευτές τους, χωρίς όμως να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους. Σε πρόσφατη μελέτη η Deutsche Bank επισημαίνει έναν ακόμη κίνδυνο: μία «επιχείρηση-φάντασμα», η οποία, παρά τα αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα δεν αποσύρεται από την αγορά, μπορεί να ακολουθήσει επιθετική πολιτική τιμών, μειώνοντας το περιθώριο κέρδους για υγιείς ανταγωνιστές και, σε τελική ανάλυση, εμποδίζοντας την αναδιάρθρωση και εξυγίανση του κλάδου στον οποίο δραστηριοποιείται.
Όπως λέει ο Πάτριχ Λούντβιχ Χαντς «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία ή το λιανικό εμπόριο, βρισκόμαστε ενώπιον αλλαγών, οι οποίες θα γίνονταν ακόμη και χωρίς την πανδημία. Αλλά η πανδημία λειτουργεί ως καταλύτης για την επιτάχυνσή τους». Ακριβώς αυτός ο καταλύτης έχει τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας με τη νομοθετική ρύθμιση του Μαρτίου. Εκτιμάται ωστόσο ότι από τον Οκτώβριο επίκειται κύμα πτωχεύσεων με ευρύτατες συνέπειες για την οικονομία, όπως επισημαίνει ο Κλάους Χάινερ Ρελ, αναλυτής του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας με έδρα την Κολωνία. «Κάθε χρεοκοπία προκαλεί περισσότερες χρεοκοπίες, γιατί βέβαια κάθε επιχείρηση έχει τους προμηθευτές της, οι οποίοι περιμένουν να πληρωθούν. Υπάρχουν συνέπειες για τους εργαζόμενους, που χάνουν τη δουλειά τους. Τέλος υπάρχει και ο κίνδυνος μίας τραπεζικής κρίσης, γιατί και οι τράπεζες είναι πιστωτές των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων».
«Να αμβλύνουμε τις συνέπειες της χρεοκοπίας»
Υπό ομαλές συνθήκες ο αριθμός των πτωχεύσεων λειτουργεί ως βαρόμετρο για τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, τονίζει ο αναλυτής Πάτρικ Λούντβιχ Χαντς. Από τη στιγμή που το βαρόμετρο αυτό έχει τεθεί εκτός λειτουργίας τους τελευταίους μήνες λόγω νομοθετικής ρύθμισης, οι αναλυτές καταφεύγουν σε άλλα κριτήρια, όπως οι νέες παραγγελίες και η συνέπεια των πληρωμών. Για να διαπιστώσουν ότι τα συναλλακτικά ήθη έχουν εκτραχυνθεί, καθώς οι καθυστερήσεις στις πληρωμές είναι οι μεγαλύτερες από το καλοκαίρι του 2015, όταν άρχισαν οι σχετικές μετρήσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Creditreform, υπάρχουν σήμερα 550.000 «επιχειρήσεις-φαντάσματα», οι οποίες εξακολουθούν να λειτουργούν, αριθμός σχεδόν διπλάσιος από εκείνον του 2018.
Από την πλευρά του ο Κλάους Χάινερ Ρελ θεωρεί ότι το κύμα πτωχεύσεων δεν μπορεί πλέον να αποφευχθεί. Είναι ωστόσο σημαντικό, επισημαίνει, να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να αμβλυνθούν οι συνέπειές του: «Θεωρούμε σημαντικό να μην δοθούν νέα δάνεια, γιατί και αυτά θα πρέπει κάποτε να αποπληρωθούν και αυτό απλώς επιδεινώνει το πρόβλημα της υπερχρέωσης των επιχειρήσεων. Πρέπει όμως, σταδιακά, ορισμένα από τα δάνεια που έχουν ήδη δοθεί να μετατραπούν σε επιχορηγήσεις υπό όρους πολύ συγκεκριμένους, όπως για παράδειγμα η διατήρηση θέσεων εργασίας και η παροχή επαγγελματικής εκπαίδευσης σε νέους εργαζόμενους».
Διαβάστε επίσης:
Πηγή: Deutsche Welle