Σημαντικά έργα πρόκειται να δρομολογήσει και εντός του 2021 ο ΑΔΜΗΕ, έπειτα από το ρεκόρ επενδύσεων που σημείωσε το περασμένο έτος, με την υλοποίηση ενός αναπτυξιακού πλάνου ύψους 456 εκατ. ευρώ.
Σε χθεσινή διαδικτυακή ενημέρωση των δημοσιογράφων από τον Διαχειριστή, με την ευκαιρία ανακοίνωσης των οικονομικών αποτελεσμάτων της περσινής χρήσης, ο αντιπρόεδρος του ΑΔΜΗΕ Γιάννης Μάργαρης σημείωσε πως φέτος θα υλοποιηθούν οι διαγωνισμοί για τη Δ΄ φάση διασύνδεσης των Κυκλάδων, θα προχωρήσουν σημαντικά έργα επέκτασης και του ηπειρωτικού δικτύου, ενώ θα «τρέξει» με πλήρεις ρυθμούς η κατασκευή της διασύνδεσης Κρήτη-Αττική. Επίσης, εντός του 2021 προγραμματίζεται το σχέδιο ανανέωσης και αναβάθμισης του εξοπλισμού, καθώς και το πρόγραμμα ψηφιακού μετασχηματισμού του ΑΔΜΗΕ.
«Το γεγονός ότι πέρυσι εν μέσω πανδημίας όχι μόνο καταφέραμε να υλοποιήσουμε τους στόχους που είχαμε θέσει, αλλά και να τους υπερβούμε, μας κάνει να αισιοδοξούμε πως και το 2021 θα είναι μία εξίσου καλή χρονιά», σημείωσε χαρακτηριστικά. Όπως συμπλήρωσε, μέσω της υλοποίησης των στόχων που θέτει ο ΑΔΜΗΕ κάθε χρόνο, σταδιακά «χτίζει» ένα σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας που θα είναι πραγματικός κόμβος για τα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, ενώ ο Διαχειριστής εξελίσσεται σε έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτές στη χώρα.
Ενδεικτικά, σύμφωνα με τον κ. Μάργαρη, στο Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2022-2031 που έχει ήδη σταλεί στη ΡΑΕ, προβλέπονται επενδύσεις 2,1 δισ. ευρώ περίπου για την τετραετία 2022-2025. Μάλιστα, όπως αποτυπώθηκε για πρώτη φορά στο προηγούμενο πρόγραμμα, οι επενδύσεις αυτές επεκτείνονται και σε νέους τομείς, όπως έργα για καλύτερη διαχείριση του συστήματος με την επικείμενη διείσδυση των ΑΠΕ, ή για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας.
Ανάδοχοι έως το καλοκαίρι για τη διασύνδεση της Σαντορίνης
Όσον αφορά τα έργα που θα μπουν σε τροχιά φέτος, για τη Δ΄ φάση διασύνδεσης των Κυκλάδων και τους δύο διαγωνισμούς που έχουν ήδη προκηρυχθεί για την άρση της «ηλεκτρικής απομόνωσης» της Σαντορίνης, ο κ. Μάργαρης επισήμανε ότι στόχος είναι να έχουν επιλεγεί οι ανάδοχοι έως το καλοκαίρι. Για το υποβρύχιο καλώδιο, έχουν ήδη αποσφραγισθεί οι τεχνικές προσφορές των υποψήφιων εταιρειών, ώστε με την ολοκλήρωσή του να διεξαχθεί η ηλεκτρονική δημοπρασία των οικονομικών προσφορών. Στόχος είναι μέσα στον Απρίλιο να υποβληθούν οι προσφορές και για τον υποσταθμό που θα εγκατασταθεί στο νησί.
Σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο του ΑΔΜΗΕ, τους προσεχείς μήνες θα προκηρυχθούν οι διαγωνισμοί και για τα υπόλοιπα νησιά, δηλαδή τη Φολέγανδρο, Μήλο και Σέριφο, ώστε εντός του έτους να προχωρήσει η υλοποίηση για όλες τις διασυνδέσεις. Όπως πρόσθεσε, ο ορίζοντας ολοκλήρωσης των διασυνδέσεων και για τα τελευταία αυτά νησιά των Κυκλάδων είναι το 2024, με τη Σαντορίνη να προηγείται το 2023.
Μείωση του κόστους ηλεκτροδότησης των νησιών
Φέτος επίσης θα προχωρήσουν με εντατικούς ρυθμούς τα έργα για τη διασύνδεση Κρήτη-Αττική από τον φορέα υλοποίησης του έργου, την «Αριάδνη Interconnection», στους δύο υποσταθμούς του έργου, καθώς και τα υπόγεια τμήματα των καλωδίων. Παράλληλα, έως τον Ιούνιο-Ιούλιο αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτη-Πελοπόννησος, η οποία θα περιορίσει τη χρήση των τοπικών πετρελαϊκών μονάδων, αναλαμβάνοντας περίπου το 1/3 των φορτίων του νησιού, ενώ θα δημιουργήσει ηλεκτρικό «χώρο» για την εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ συνολικής ισχύος 200 MW.
Οι νησιωτικές διασυνδέσεις αναμένεται να επιφέρουν σημαντική μείωση του κόστους ηλεκτροδότησης των νησιών. Όπως ανέφεραν τα στελέχη του ΑΔΜΗΕ, ήδη από τις τρεις πρώτες φάσεις διασύνδεσης των Κυκλάδων εξοικονομούνται σε ετήσια βάση περίπου 70 εκατ. ευρώ, ενώ από τη λειτουργία της διασύνδεσης Κρήτη-Πελοπόννησος θα εξοικονομηθούν άλλα 150 εκατ. περίπου. Με την έναρξη λειτουργίας και του έργου Κρήτη-Αττική, η συνολική μείωση του κόστους ηλεκτροδότησης των νησιών θα ανέλθει στα 400 εκατ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι η υλοποίηση του επενδυτικού προγράμματος του ΑΔΜΗΕ θα επιφέρει αύξηση των χρεώσεων του συστήματος μεταφοράς. Όπως αναφέρθηκε στη χθεσινή εκδήλωση, μέχρι σήμερα, παρά την αύξηση των επενδύσεων, δεν υπήρξε αύξηση στα τέλη δικτύου, ενώ για το 2021 βρίσκονται υπό εξέταση οι μοναδιαίες χρεώσεις και εκτιμάται ότι θα καταγραφούν κάποιες αυξήσεις, αν και όχι σημαντικές.
Αν η μείωση του κόστους ηλεκτροδότησης των νησιών αξιοποιηθεί από την πολιτεία για τον περιορισμό των ΥΚΩ, τότε αυτή θα υπεραντισταθμίσει την αύξηση των χρεώσεων του συστήματος μεταφοράς στους λογαριασμούς. Ωστόσο, μένει να φανεί πώς θα διαμορφωθεί το εν λόγω ισοζύγιο, με δεδομένο ότι η προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΕΝ είχε εξαγγείλει πως μέρος των ελαφρύνσεων των ΥΚΩ δεν θα περάσει στους καταναλωτές, αλλά θα αξιοποιηθεί για να χρηματοδοτηθεί ο Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ.
Επαρκής ηλεκτρικός «χώρος» για ΑΠΕ
Όσον αφορά το «πάγωμα» ολοκλήρωσης του Δυτικού Διαδρόμου στην Πελοπόννησο, ο κ. Μάργαρης σημείωσε πως, έπειτα από την παρέμβαση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο ΑΔΜΗΕ επεξεργάζεται σχέδια για την αλλαγή όδευσης της γραμμής, στην περιοχή της Μονής Αγ. Θεοδώρων. Εκτίμησε ωστόσο πως για τις αδειοδοτήσεις αυτού του νέου τμήματος θα χρειαστούν έως και 10 μήνες, αν και από το ΥΠΕΝ επισημαίνεται πως θα επισπευσθούν οι διαδικασίες. Στη συνέχεια, η κατασκευή αυτού του μικρού σκέλους θα μπορέσει να ολοκληρωθεί σε 4-6 μήνες.
Αναφορικά με τις διαμαρτυρίες επενδυτών ΑΠΕ για καθυστερήσεις στη διεκπεραίωση αιτήσεων σύνδεσης στο δίκτυο, σημείωσε πως υπήρξε τσουνάμι αιτήσεων πέρυσι, με τη θέσπιση πέρυσι της δυνατότητας ομαδοποίησης πολλών μικρών έργων ανανεώσιμων πηγών, και την υποβολή ομαδικών αιτημάτων από αυτά για τη σύνδεσή τους στο σύστημα μεταφοράς. Όπως επισήμανε, στο πλαίσιο αυτής της ρύθμισης μέσα σε τέσσερις μήνες υποβλήθηκαν αιτήματα σύνδεσης πάνω από 3.000 σταθμών ΑΠΕ, επιβαρύνοντας τον ΑΔΜΗΕ με μεγάλο φόρτο εργασίας.
Ο ίδιος πάντως επισήμανε πως το πρόβλημα αφορά το πλαίσιο αδειοδότησης και πρόσβασης των χρηστών στο δίκτυο, και όχι στη χωρητικότητα του συστήματος μεταφοράς. Όπως επισήμανε, τη στιγμή που το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα θέτει ως στόχο την αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ στα 19 Γιγαβάτ (μαζί με τα υδροηλεκτρικά) έως το 2030, ενώ το σύστημα μεταφοράς θα μπορεί να καλύψει ακόμη μεγαλύτερη ισχύ έως τότε, κατά 1-1,5 Γιγαβάτ περίπου.