Το Facebook, μια από τις πέντε μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας της εποχής μας, εδώ και καιρό βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ για έλεγχο όσον αφορά το αν παραβιάζει την αμερικάνικη νομοθεσία για μονοπωλιακές πρακτικές. Δεν είναι μόνο το Facebook βέβαια που διερευνάται για τις πρακτικές του. Όλες οι Big Tech έχουν αυτή τη στιγμή δίκες σε εκκρεμότητα με την αιτιολογία ότι παραβιάζουν τους αντιμονοπωλιακούς νόμους των ΗΠΑ.
Η διαφορά με το Facebook είναι πως είναι η πρώτη από τις Big Tech που κερδίζει έναν τόσο σημαντικό δικαστικό αγώνα απέναντι στο αμερικάνικο κράτος. Συγκεκριμένα, προχθές, με απόφαση δικαστηρίου κατέπεσαν οι δύο αντιμονοπωλιακές αγωγές εναντίον του Facebook, μία από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου και η άλλη από έναν συνασπισμό 46 Πολιτειών των ΗΠΑ, υπό την αιγίδα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Με την αναγνώριση ότι το Facebook δεν αποτελεί κάποιου είδους μονοπώλιο, οι ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ χάνουν το προβάδισμα ελέγχου των Big Tech. Παράλληλα, το Facebook κέρδισε ένα τεράστιο άλμα στη μετοχή του και πλέον έχει ξεπεράσει το «ψυχολογικό» όριο του 1 τρισ. δολαρίων σε κέρδη, κάτι που πρώτη κατάφερε η μεγαλύτερη μεταξύ των Big Tech, Amazon.
Μπορεί κανείς να κατηγορήσει το Facebook για μονοπώλιο;
Το πρόβλημα ξεκινά από την ίδια την κατηγορία εναντίον του Facebook. H προσπάθεια που έκανε ο Ντόναλντ Τραμπ να απαγορεύσει το TikTok και το WeChat, ή ακόμα και μια απλή διερεύνηση σε νεαρότερες ηλικίες που χρησιμοποιούν κατά κόρον μέσα όπως το Instagram αποδεικνύουν χωρίς να πάει κανείς στο δικαστήριο, ότι το μόνο που δεν μπορεί κανείς να προσάψει στο Facebook είναι μονοπωλιακές πρακτικές σε μια τέτοια αγορά, όπως τα social media.
Εξ ου και ο δικαστής Τζέημς Μπόασμπεργκ από την Ουάσινγκτον, που έκρινε τη δίκη, είπε ότι οι αγωγές ήταν «νομικά ανεπαρκείς» και η αρμόδια ομοσπονδιακή υπηρεσία «απέτυχε να επικαλεστεί αρκετά γεγονότα για να αποδείξει εύλογα» ότι το Facebook είχε μονοπωλιακή εξουσία στην αγορά κοινωνικής δικτύωσης. Για την ιστορία, όσοι κινήθηκαν εναντίον του Facebook υποστήριξαν ότι αυτό κατέχει κυρίαρχο μερίδιο άνω του 60% της αγοράς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάτι που δεν έγινε εφικτό να διευκρινιστεί πώς προκύπτει.
Εμπορικός πόλεμος με τη σφραγίδα του αμερικάνικου κράτους
Στο πεδίο της διαμόρφωσης της αγοράς των social media, η αγωγή που έγινε ενάντια στο Facebook ήθελε να πετύχει την αναγκαστική «διάσπαση» των πλατφορμών Instagram και WhatsApp από το Facebook, οι οποίες εξαγοράστηκαν από το Facebook το 2012 και το 2014 για 1 δισ. δολάρια και 19 δισ. δολάρια αντίστοιχα.
Στο πολιτικό και μακρο-οικονομικό επίπεδο, οι αγωγές αυτές αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας της κυβέρνησης των ΗΠΑ να περιορίσει τη δύναμη των εταιρειών Big Tech και της κατάχρησης εξουσίας που ασκούν στην αγορά. Σε ένα πιο μακροπρόθεσμο πλάνο, οι αγωγές αυτές θα βοηθήσουν από του χρόνου στην επιβολή του νέου, παγκόσμιου, ελάχιστου φορολογικού συντελεστή (15%) και στην αποδοχή του από τις Big Tech, καθώς και στην αποδοχή των φορολογικών αλλαγών που επίκεινται στις ΗΠΑ.
Για την ώρα το αμερικάνικο κράτος μετρά έναν ακόμα χαμένο γύρο. Βέβαια, υπάρχουν τρόποι οι κατήγοροι να επανέλθουν διορθώνοντας τις κατηγορίες εναντίον του Facebook, κάτι που όλοι εκτιμούν ότι θα συμβεί το αμέσως επόμενο διάστημα.
Πάντως, το πρόβλημα για την ώρα είναι ότι υπάρχει μια σαφής αλλαγή παραδείγματος όσον αφορά την κατάχρηση εξουσίας από τις Big Tech στην αγορά, η οποία όντως συμβαίνει. Η απόφαση του δικαστηρίου της Νέας Υόρκης αντικατοπτρίζει αυτή την αλλαγή. Συγκεκριμένα, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν κατά νου, όταν μιλούν για μονοπώλια, να αποδεικνύουν πως οι εταιρείες -δρώντας κατά παραβίαση των αντιμονοπωλιακών νόμων- αυξάνουν τις τιμές προς τους πελάτες τους.
Τί γίνεται όμως με εταιρείες όπως το Facebook που παρέχουν δωρεάν το προϊόν τους; Εδώ φαίνεται η μεγάλη πρόκληση για τα κράτη και τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή, όπου χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουν οι νόμοι περί αθέμιτων αντιμονοπωλιακών πρακτικών, για να μπορέσει να περιοριστεί η ισχύς των Big Tech.
Η «υπόθεση Facebook» πρέπει να εξεταστεί από την πλευρά της υποβάθμισης των υπηρεσιών, ώστε να «εξορυχθεί» το πραγματικό προϊόν που είναι τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών. Και εκεί, το αμερικάνικο κράτος θυμίζουμε έχει ήδη χάσει έναν γύρο δικαστικών διαμαχών με το Facebook.
Τελικά, η συζήτηση αναγκαστικά θα πάει σε πιο βαθιές μεταρρυθμίσεις με σκοπό τον έλεγχο πάνω στην ασύδοτη δράση των εταιρειών τεχνολογίας ή θα μείνει στην επιφάνεια του οικονομικού ανταγωνισμού, όπου εκεί θα κερδίζει αυτός που μπορεί να μαζέψει περισσότερα likes, δηλαδή το Facebook. Αν μείνουμε στη δεύτερη επιλογήκ, τότε είναι σαφές ότι η συζήτηση που έχει ανοίξει για τον παγκόσμιο ελάχιστο φορολογικό συντελεστή, θα λήξει άδοξα.