Tις επιπτώσεις από την αύξηση των διεθνών τιμών πρώτων υλών καθώς και των μεταφορικών αρχίζουν να «μετρούν» οι επιχειρήσεις που βρίσκονται αντιμέτωπες με το δίλημμα, είτε να μετακυλίσουν μέρος των αυξήσεων στις τιμές των προϊόντων τους, είτε να απορροφήσουν την αύξηση μειώνοντας το περιθώριο κέρδους τους.
Τις προηγούμενες μέρες η Παπουτσάνης επεσήμανε στα αποτελέσματα του εξαμήνου την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί η εταιρεία καθώς και των μεταφορικών από και προς χώρες του εξωτερικού, σημειώνοντας πως «η διοίκηση της εταιρείας διαχειρίστηκε σε μεγάλο βαθμό την απότομη αυτή αύξηση του κόστους μέσω μετακύλισης της αύξησης σε πελάτες, ιδιαίτερα στις κατηγορίες των παραγωγών προϊόντων για τρίτους και βιομηχανικών πωλήσεων σαπωνωμαζών». Επίσης όπως διευκρίνισε, μέρος των υλών που αναλώθηκαν το πρώτο εξάμηνο στην παραγωγή, «είτε το τηρούσε σε απόθεμα από το προηγούμενο έτος είτε είχε διαπραγματευτεί και συμφωνήσει με βασικούς προμηθευτές συγκεκριμένη ποσότητα και τιμή σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που ίσχυσαν το 2021».
Όσον αφορά δε στο δεύτερο εξάμηνο παρά το γεγονός ότι εκτιμά περαιτέρω ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης επισημαίνει ότι «η τυχόν συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών, η διατήρηση των ναύλων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα αλλά και η αύξηση του κόστους ενέργειας επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργική κερδοφορία της εταιρείας».
Από την πλευρά της η Jumbo, στη δημοσίευση των αποτελεσμάτων της για τον Ιούλιο εξαπέλυσε «πυρά» κατά διεθνών μεταφορικών εταιρειών καταγγέλλοντας «άτυπο καρτέλ» και «αθέμιτες πρακτικές και συμπράξεις μεταξύ των εταιρειών logistics που διαχειρίζεται την διαθεσιμότητα των containers που χρησιμοποιούνται για την μεταφορά των εμπορευμάτων». Υπενθυμίζεται ότι είχε προηγηθεί το προηγούμενο διάστημα η τοποθέτηση του επικεφαλής της εταιρείας Απόστολου Βακάκη στη Γενική Συνέλευση των Μετόχων στην οποία είχε ανακοινώσει την απόφασή του η εταιρεία να αλλάξει πλάνο στις αγορές της, σταματώντας τις παραγγελίες από την Κίνα, μιλώντας παράλληλα για βίαιη διατάραξη της τροφοδοτικής αλυσίδας.
Στο θέμα των ανατιμήσεων είχε αναφερθεί πρόσφατα και η διοίκηση της Fourlis κατά τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, σε διαφορετικό μήκος κύματος ωστόσο. Σύμφωνα με τον Απόστολο Πεταλά, διευθύνοντα σύμβουλο του Ομίλου, η επίδραση από τις διεθνείς ανατιμήσεις, «αν υπάρχει , θα είναι πολύ μικρή» τόσο για τα καταστήματα ΙΚΕΑ όσο και για Ιntersport - Athlete's Foot.
Την αύξηση του μεταφορικού κόστους, το οποίο ουσιαστικά καθιστά ασύμφορη την εισαγωγή των ηλεκτρονικών προϊόντων που πωλούνται σε χαμηλότερες τιμές στην αγορά, είχε επισημάνει ο Γιάννης Βασιλάκος, Αντιπρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Κωτσόβολος - Dixons South East Europe . Όπως ανέφερε, εάν για να φέρει κάποιος ένα κοντέινερ πλήρωνε 1.700 δολάρια και τώρα πληρώνει 12.000 – 13.000 δολάρια, θα επιλέξει να μην παραγγείλει προϊόντα που καταλαμβάνουν μεγάλο όγκο και πωλούνται σε χαμηλή τιμή.
Με τα παραπάνω δεδομένα να αποτυπώνουν μία συνολική εικόνα που επικρατεί αυτή τη στιγμή, αρκετές επιχειρήσεις που προμηθεύονται από χώρες όπως η Κίνα, όπου εντοπίζεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, έχουν αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις για να κάνουν τις επόμενες παραγγελίες τους. Στο πλαίσιο αυτό, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές αρκετοί στρέφονται προς την Τουρκία που έχει χαμηλό εργατικό κόστος και χαμηλότερα μεταφορικά λόγω απόστασης αλλά και στο Ισραήλ.
Αυξημένο το κόστος τιμών τροφίμων - 31% η ετήσια αύξηση
Σε ό,τι αφορά τις διεθνείς τιμές των τροφίμων, το κόστος παραμένει επίσης σημαντικά αυξημένο σε σχέση με πέρσι παρά το γεγονός ότι τον Ιούλιο σε σύγκριση με τον Ιούνιο καταγράφηκε μικρή πτώση. Συγκεκριμένα, ο παγκόσμιος δείκτης τροφίμων της FAO διαμορφώθηκε στις 123 μονάδες τον Ιούλιο του 2021, 31% υψηλότερα σε σχέση με τον Ιούλιο του 2020. Ωστόσο σε σχέση με τον Ιούνιο του 2021 εμφάνισε μικρή μείωση 1,2 ποσοστιαία μονάδα.
Η πτώση τον Ιούλιο αποτυπώνεται σε μειώσεις στις τιμές δημητριακών και φυτικών ελαίων καθώς και γαλακτοκομικών. Αναλυτικά, ο διεθνής δείκτης τιμών δημητριακών μειώθηκε κατά 3% σε μηνιαία βάση, εξαιτίας της βελτίωσης της απόδοσης των καλλιεργειών σε Αργεντινή και ΗΠΑ. Οι διεθνείς τιμές για το ρύζι μειώθηκαν υποχωρώντας σε χαμηλό επίπεδο διετίας εξαιτίας των νέων σοδειών αλλά και του χαμηλού ρυθμού πωλήσεων. Στα γαλακτοκομικά προϊόντα, ο δείκτης μειώθηκε κατά 2,8% τον Ιούλιο συγκριτικά με τον Ιούνιο, λόγω της μικρότερης ζήτησης από τις χώρες του βόρειου ημισφαιρίου. Στο αντίποδα, ο δείκτης τιμών ζάχαρης αυξήθηκε κατά 1,7% σημειώνοντας άνοδο για τέταρτο διαδοχικό μήνα, λόγω της αβεβαιότητας στις καλλιέργειες της Βραζιλίας.
Στην ελληνική αγορά, στα σούπερ μάρκετ και τα καταστήματα τροφίμων, οι ανατιμήσεις σε συγκεκριμένα προϊόντα έχουν κάνει την εμφάνισή τους στα ράφια, από τις αρχές του έτους ενώ «καμπανάκι» για περαιτέρω ανατιμήσεις τους επόμενους μήνες έκρουσε πρόσφατα, το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών σε πρόσφατη έρευνά του, επισημαίνοντας ότι «υπάρχουν ενδείξεις για αυξητικές πιέσεις στους δείκτες τιμών καταναλωτή και αυξήσεις της τελικής τιμής για συγκεκριμένα προϊόντα».