Μία νέα πηγή κινδύνων για το τραπεζικό σύστημα και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα απορρέει από τα κριτήρια ESG, στα οποία «χτίζεται» το νέο οικοδόμημα της οικονομίας πανευρωπαϊκά την επομένη της κρίσης του Covid-19.
Η συζήτηση για το πλαίσιο των κριτηρίων ESG - δηλ. τους νέους κανόνες και προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν όλοι οι οργανισμοί και οι χρηματοοικονομικές οντότητες ώστε να λειτουργούν προς όφελος του Περιβάλλοντος (Environment, κριτήριο “E”), της Κοινωνίας (Society, κριτήριο “S”) και της ορθής Εταιρικής Διακυβέρνησης (Governance, κριτήριο “G”) – μπορεί να μοιάζει ακόμη θεωρητικής σημασίας για το ευρύ κοινό και ίσως «ασύνδετη» με το τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, το τελευταίο θα είναι τα επόμενα χρόνια (για την ακρίβεια, είναι ήδη) σοβαρά εκτεθειμένο σε νέους κινδύνους, και μάλιστα μεγάλους και μη υπολογίσιμους, αν δεν «χαρτογραφήσει» και εφαρμόσει εγκαίρως και σωστά τα κριτήρια ESG.
Το πώς τα κριτήρια ESG συνιστούν τη νέα γενιά κινδύνων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αναλύεται σε μελέτη του οικονομικού αναλυτή του τμήματος μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Φαίδωνα Καλφάογλου, η οποία δημοσιεύεται στο τελευταίο οικονομικό δελτίο της ΤτΕ.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, οι τράπεζες μπορεί να εκτεθούν στους κινδύνους που απορρέουν από τα ESG είτε:
α) άμεσα, με την ίδια τους τη λειτουργία (π.χ. μια τράπεζα μπορεί να εκτεθεί σε λειτουργικό κίνδυνο στη περίπτωση που κάποιο κατάστημά της βρίσκεται σε περιοχή υψηλού κινδύνου για πλημμύρες. Έτσι, ο πυλώνας “E” του πλαισίου ESG μετατρέπεται σε ένα οικείο περιβάλλον κινδύνου), είτε
β) έμμεσα, από τις δραστηριότητες δανεισμού και επενδύσεων. Π.χ., μία τράπεζα μπορεί να δανείζει μία επιχείρηση, η οποία δεν σέβεται τους κανόνες ασφαλείας στο χώρο εργασίας, λόγω αυτού συμβαίνει ένα ατύχημα και η επιχείρηση αντιμετωπίζει τον κίνδυνο απώλειας φήμης και πελατείας, με συνέπεια να αυξάνεται ο κίνδυνος το δάνειό της να καταστεί επισφαλές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το κριτήριο “S” του πλαισίου ESG μετατρέπεται σε πιστωτικό κίνδυνο.
Περαιτέρω, η τράπεζα μπορεί να επενδύσει στα ομόλογα μιας επιχείρησης και να αποκαλυφθεί μία μεγάλη απάτη στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης αυτής. Έτσι, το κριτήριο “G” του πυλώνα του πλαισίου ESG μετατρέπεται σε κινδύνους για την κερδοφορία της επιχείρησης, πιστωτικό, αγοράς και ρευστότητας.
Επομένως, όλοι οι πυλώνες των κριτηρίων ESG θα πρέπει να μετασχηματισθούν σε παραδοσιακές κατηγορίες κινδύνου για τις τράπεζες και προς αυτή την κατεύθυνση εργάζεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (μέχρι στιγμής, η ΕΚΤ επικεντρώνεται κυρίως στον πυλώνα “Ε” των κινδύνων που είναι συνυφασμένοι με το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, λόγω της πολύ πιο προχωρημένης εργασίας από τα ιδρύματα πολιτικής και της μεγαλύτερης ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας, ενώ η κατάσταση με τους άλλους πυλώνες είναι κάπως ασαφής).
Πιο επικίνδυνοι οι «πράσινοι» από τους «μαύρους κύκνους»
Μέχρι σήμερα, όπως επισημαίνεται στη μελέτη της ΤτΕ, οι διαχειριστές κινδύνου είναι εξοικειωμένοι με τη θεωρία των «μαύρων κύκνων», έχοντας ενσωματώσει στη λήψη αποφάσεων για τη διαχείριση κινδύνου την αντιμετώπιση απροσδόκητων ακραίων γεγονότων. Τώρα, οι διαχειριστές κινδύνου καλούνται να αντιμετωπίζουν εφεξής και «πράσινους κύκνους», δηλ. ακραία γεγονότα λόγω της κλιματικής αλλαγής. Τα γεγονότα των δύο «κύκνων» δεν είναι παρόμοια. Οι μεν «μαύροι κύκνοι» οδηγούν σε οικονομικό stress, ωστόσο τα υπάρχοντα εργαλεία είναι ικανά να αποκαταστήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι «πράσινοι κύκνοι» οδηγούν σε μια κλιματική κρίση, η οποία μπορεί όχι μόνο να έχει μη αναστρέψιμη επίδραση, αλλά και τα αίτιά της να είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αντιστραφούν. Για παράδειγμα, εάν μια κρίση πυροδοτηθεί από την ταχεία μετάβαση σε οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, η υποκατάσταση μεταξύ χρηματοπιστωτικού και φυσικού κεφαλαίου μπορεί να αποδειχθεί ατελής. Πιθανώς, τόσο η χρηματοπιστωτική όσο και η κλιματική σταθερότητα θα πρέπει να θεωρούνται ως δημόσια αγαθά.
Επιπλέον, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα διαφέρουν από τους παραδοσιακούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους, με τις σημαντικότερες διαφορές τους να είναι η βαθιά αβεβαιότητα, η μη γραμμικότητα και η ενδογένεια του κινδύνου. Η αβεβαιότητα προκαλείται από την ταχύτητα των αλλαγών που είναι άνευ προηγουμένου και έχουν πολύ μικρή εξάρτηση από την ιστορική εμπειρία για την εκτίμηση του μεγέθους και του εύρους τους ή για τον εντοπισμό προηγούμενων προτύπων. Επίσης, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα σχετίζονται με πολλαπλούς τομείς επιχειρήσεων, τομείς και γεωγραφικές περιοχές, και αυτή η ετερογένεια επιτείνει την αβεβαιότητα. Ο πλήρης αντίκτυπός τους μπορεί να είναι μεγαλύτερος από ό, τι για άλλους τύπους κινδύνων. Υπόκεινται επίσης σε μη γραμμικότητες και η κατανομή πιθανότητας δεν μπορεί να συναχθεί από ιστορικά δεδομένα ή να υποδειχθεί.
Χαρακτηρίζονται δε από μεγάλη «ουρά» επιπτώσεων, πράγμα που σημαίνει ότι αν δεν αντιμετωπιστούν κατάλληλα, μπορεί να εμποδίσουν την επιστροφή στην προ κρίσης κατάσταση. Τα παραδοσιακά μοντέλα τιμολόγησης κινδύνων παραμελούν τον κίνδυνο της «ουράς» επιπτώσεων.
Όσον αφορά την ενδογένεια των κινδύνων, είναι το αποτέλεσμα διαφορετικών αντιλήψεων κινδύνου που σχετίζονται με τις αντιδράσεις πολιτικής και τα πρότυπα μετάβασης. Οι συζητήσεις για τις κυβερνητικές πολιτικές για την κλιματική αλλαγή συχνά διαμορφώνονται ως επιλογή μεταξύ δράσης τώρα ή αναμονής έως ότου μάθουμε περισσότερα για το πρόβλημα. Αυτή η ασάφεια σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα της τεχνολογικής καινοτομίας και τους κινδύνους που εμπλέκονται σε διαφορετικά πρότυπα μετάβασης οδηγούν στο σχηματισμό διαφορετικών αντιλήψεων κινδύνου. Αυτό με τη σειρά του επηρεάζει την ανταπόκριση των υπεύθυνων λήψης αποφάσεων, η οποία αλλάζει περαιτέρω τις αντιλήψεις της αγοράς και αυτή η κυκλικότητα εισάγει νέες πηγές αβεβαιότητας και ενισχύει την οικονομική πολυπλοκότητα.
Πολύπλευροι κίνδυνοι για τις τράπεζες
Η ευθυγράμμιση της χρηματοδότησης με τους στόχους για το κλίμα απαιτεί νέες, διαφανείς μεθοδολογίες για τον καθορισμό των μελλοντικών προοπτικών των κλιματικών κινδύνων (και ευκαιριών) σε χρηματοοικονομικές συμβάσεις και χαρτοφυλάκια επενδυτών.
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη της ΤτΕ, οι τράπεζες θα πρέπει να διερευνήσουν τα κατάλληλα κανάλια μετάδοσης, δηλαδή τον τρόπο μέσω του οποίου η κλιματική αλλαγή μπορεί να υλοποιηθεί ως πηγή χρηματοοικονομικού κινδύνου. Υπάρχουν μικροοικονομικά και μακροοικονομικά κανάλια. Τα μικροοικονομικά κανάλια έχουν άμεσο αντίκτυπο στις τράπεζες, αντικατοπτρίζοντας τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις δραστηριότητες των τραπεζών ή στα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις στις οποίες δανείζουν ή επενδύουν.
Οι μακροοικονομικοί παράγοντες έχουν έμμεση επίδραση στις συνέπειες μετάδοσης μέσω μακροοικονομικών μεταβλητών, όπως η παραγωγικότητα της εργασίας, η ζήτηση και η προσφορά, ο πληθωρισμός, η οικονομική ανάπτυξη ή παράγοντες της αγοράς, όπως τα επιτόκια και οι τιμές των βασικών προϊόντων.
Για παράδειγμα, μια τράπεζα μπορεί να αντιμετωπίσει αύξηση του πιστωτικού κινδύνου που προκύπτει (i) από το αποτέλεσμα του εισοδήματος, δηλαδή τη μείωση της ικανότητας των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, (ii) από την επίδραση του πλούτου, δηλαδή ζημία που απορρέει από αθέτηση υποθήκης δανείου όταν μειώνεται η αξία των εξασφαλίσεων, (iii) από μεταβατικό αποτέλεσμα, δηλαδή αύξηση των πιθανοτήτων αθέτησης και απώλειας λόγω αθέτησης ανοιγμάτων σε τομείς ή γεωγραφικές περιοχές ευάλωτες στη μετάβαση προς οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, ή (iv) από κυρίαρχο αποτέλεσμα, όπως είναι ο αντίκτυπος από την έκθεση σε χώρες που αντιμετωπίζουν γεγονότα κλιματικού κινδύνου που μπορεί να επηρεάσουν πρωτίστως τις δαπάνες και τη φορολογία.
Ο κίνδυνος αγοράς αυξάνεται μέσω της επίδρασης της τιμής, δηλαδή της ξαφνικής μείωσης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των βασικών αξιών που απορρέουν από αρνητικές προσαρμογές των τιμών όταν ο κλιματικός κίνδυνος δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί στις τιμές, ή μέσω ενός φαινομένου αστάθειας (αβεβαιότητα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα, την ένταση και τον τόπο μελλοντικών κλιματικών γεγονότων που μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές).
Ο κίνδυνος ρευστότητας αυξάνεται μέσω δευτερογενών επιδράσεων, δηλαδή της πραγματοποίησης πιστωτικών κινδύνων, αγορών και άλλων χρηματοοικονομικών κινδύνων που ενδέχεται να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κάλυψη του κενού ρευστότητας της τράπεζας. Αυτό μπορεί να γίνει π.χ. μέσω μειωμένης ικανότητας άντλησης κεφαλαίων από την αγορά ή πρόσβασης σε διευκολύνσεις της κεντρικής τράπεζας ελλείψει αποδεκτών εξασφαλίσεων (ενέχυρα) που να πληρούν τους όρους ευαισθησίας της στα κλιματικά γεγονότα. Υπάρχει επίσης ο κίνδυνος ανάληψης καταθέσεων από αντισυμβαλλόμενους (επιχειρήσεις και ιδιώτες) που έχουν υποστεί ζημίες από την κλιματική αλλαγή ή λόγω αρνητικής δημοσιότητας αν μία τράπεζα χρηματοδοτεί επιχειρήσεις "υψηλών εκπομπών άνθρακα".
Ο λειτουργικός κίνδυνος αυξάνεται (i) ζημίας που προκύπτει από ζημιά στην τραπεζική υποδομή λόγω κλιματικού γεγονότος, (ii) μέσω διαταραχής των κρίσιμων λειτουργιών χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης από ζημιές στο δίκτυο υποκαταστημάτων, κέντρα δεδομένων που βρίσκονται σε ευάλωτες τοποθεσίες, εξωτερική ανάθεση δραστηριοτήτων και συνεργαζόμενες εταιρείες με κοινές λειτουργίες, (iii) μέσω αύξησης του κινδύνου απώλειας φήμης λόγω αλλαγών στο κλίμα της αγοράς, (iv) μέσω λανθασμένης προσαρμογής του επιχειρηματικού μοντέλου στις βέλτιστες πρακτικές της αγοράς (π.χ. αδυναμία χρηματοδότησης της περιβαλλοντικής μετάβασης), ή (v) μέσω επιβολής προστίμων λόγω έλλειψης συμμόρφωσης με τα διεθνή πρότυπα και κανονισμούς ESG.
Οι παραπάνω κίνδυνοι μπορεί να επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, επιφέροντας: (i) κραδασμούς στη ζήτηση και την προσφορά, (ii) κίνδυνο παγίδευσης περιουσιακών στοιχείων και (iii) κινδύνους για την ασφαλιστική κάλυψη ζημιών.