«Η απολιγνιτοποίηση είναι μονόδρομος όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο», αναφέρει ο κ. Νίκος Μάντζαρης, Αναλυτής Πολιτικής, Συνιδρυτής & Εταίρος της The Green Tank σε συνέντευξη που παραχωρεί στο Insider.gr ενώ αναλύει το ενεργειακό τοπίο στην Ελλάδα και την Ευρώπη εν μέσω των διαφορετικών κρίσεων, της γεωπολιτικής, της υγειονομικής και της ενεργειακής. Ο κ. Μάντζαρης κάνει μία αξιολόγηση των μέχρι τώρα στρατηγικών που έχουνε επιλεγεί στην χώρα στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης αλλά και του κοινωνικού και οικονομικού διακυβεύματος που αναδύεται από την εγκατάλειψη του άλλοτε φθηνού άνθρακα.
«Τα λιγνιτικά κοιτάσματα της Ελλάδας έχουν τη χειρότερη ποιότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη με αποτέλεσμα να εκπέμπουν στην ατμόσφαιρα περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα για κάθε κιλοβατώρα ηλεκτρισμού που παράγουν, αλλά και να επιβαρύνονται περισσότερο οικονομικά με το κόστος αγοράς των δικαιωμάτων εκπομπών από το χρηματιστήριο ρύπων, συγκριτικά με άλλες χώρες», σημειώνει ο κ. Μάντζαρης ενώ εκτιμά ότι οι υψηλές τιμές ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι μια πραγματικότητα που φαίνεται ότι θα μείνει μαζί μας για αρκετό καιρό. «Η κρίση αυτή είναι σε συντριπτικό βαθμό αποτέλεσμα της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα καθώς η εκτόξευση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη οφείλεται κατά 80% στην άνοδο των τιμών του αερίου, κατά 20% στην άνοδο των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και κατά 0% στην πράσινη μετάβαση. Αυτό γίνεται σαφές αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι αυτές τις μέρες το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτό αέριο ξεπερνά τα 200 ευρώ/μεγαβατώρα, από λιγνίτη κυμαίνεται γύρω στα 140 ευρώ/μεγαβατώρα, τη στιγμή που τα νέα φωτοβολταϊκά «κλειδώνουν» συμβόλαια για λιγότερο από 40 ευρώ/μεγαβατώρα», αναφέρει μεταξύ άλλων ο κ. Μάντζαρης.
Παράλληλα, σχολιάζει τη συμπερίληψη των έργων φυσικού αερίου και πυρηνικής ενέργειας στην Ταξινομία ενώ προσδιορίζει τα βήματα που πρέπει να κάνει στο εξής η Ελλάδα, προτάσσοντας τις ΑΠΕ αλλά και διορθώνοντας τις στρεβλώσεις σε άλλους τομείς όπως είναι οι ενεργειακές κοινότητες.
Ακολουθεί αναλυτικά η συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Νίκος Μάντζαρης στο insider.gr:
1. Πώς αξιολογείτε την πορεία της απολιγνιτοποίησης της χώρας μας αυτή τη στιγμή; Οι γεωπολιτικές εντάσεις (Ουκρανία, Ρωσία κλπ), ο προβληματισμός για τη σφιχτή αγορά ενέργειας και τις υψηλές τιμές και οι επιταγές της πράσινης μετάβασης δημιουργούν κατά πολλούς έναν ασφυκτικό κλοιό. Ήταν τελικά σωστή η απόφαση για την απολιγνιτοποίηση;
Ήδη βιώνουμε τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης και μάλιστα πολύ νωρίτερα από ό,τι προέβλεπαν οι επιστήμονες. Εν πολλοίς η δεκαετία που διανύουμε θα καθορίσει αν η ανθρωπότητα θα κερδίσει ή θα χάσει οριστικά στο στοίχημα του 1,5oC. Σε αυτές τις συνθήκες έκτακτης κλιματικής ανάγκης δεν είναι δυνατόν να εξακολουθούμε να συζητάμε για τη συνέχιση της χρήσης του λιγνίτη που είναι με διαφορά το πιο ρυπογόνο καύσιμο στον πλανήτη. Η απολιγνιτοποίηση είναι μονόδρομος όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο. Η Ελλάδα έχει κι έναν επιπλέον λόγο να απεξαρτηθεί από τον λιγνίτη γρήγορα. Τα λιγνιτικά μας κοιτάσματα έχουν τη χειρότερη ποιότητα σε ολόκληρη την Ευρώπη με αποτέλεσμα να εκπέμπουν στην ατμόσφαιρα περισσότερο διοξείδιο του άνθρακα για κάθε κιλοβατώρα ηλεκτρισμού που παράγουν, αλλά και να επιβαρύνονται περισσότερο οικονομικά με το κόστος αγοράς των δικαιωμάτων εκπομπών από το χρηματιστήριο ρύπων, συγκριτικά με άλλες χώρες. Επομένως η απόφαση για την απολιγνιτοποίηση ήταν επιβεβλημένη για κλιματικούς αλλά και αμιγώς οικονομικά λόγους και μάλιστα θεωρώ ότι άργησε πολύ να ληφθεί.
Οι υψηλές τιμές ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι μια πραγματικότητα που φαίνεται ότι θα μείνει μαζί μας για αρκετό καιρό. Η κρίση αυτή είναι σε συντριπτικό βαθμό αποτέλεσμα της εξάρτησής μας από τα ορυκτά καύσιμα καθώς η εκτόξευση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη οφείλεται κατά 80% στην άνοδο των τιμών του αερίου, κατά 20% στην άνοδο των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και κατά 0% στην πράσινη μετάβαση. Αυτό γίνεται σαφές αν συνειδητοποιήσει κανείς ότι αυτές τις μέρες το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτό αέριο ξεπερνά τα 200 ευρώ/μεγαβατώρα, από λιγνίτη κυμαίνεται γύρω στα 140 ευρώ/μεγαβατώρα, τη στιγμή που τα νέα φωτοβολταϊκά «κλειδώνουν» συμβόλαια για λιγότερο από 40 ευρώ/μεγαβατώρα. Επομένως η επιστροφή στον λιγνίτη ή η επιμονή στο ορυκτό αέριο είναι αδύνατον να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε την κρίση ενεργειακών τιμών. Η μόνη λογική προσέγγιση είναι η επιτάχυνση της ανάπτυξης των ΑΠΕ και των υποδομών αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Επιπλέον, η αποφασιστική στροφή στις ΑΠΕ θα θωρακίσει με τον καλύτερο τρόπο ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση από τις συνέπειες τις οποίες θα έχουν για την τροφοδοσία της με ορυκτό αέριο, οι ιδιαίτερα ανησυχητικές γεωπολιτικές εντάσεις μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας που σωστά επισημάνατε. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται άλλωστε και η διπλωματία της νέας γερμανικής κυβέρνησης που ζητά από την Ουκρανία, μέσα από τους αγωγούς που σήμερα μεταφέρουν ορυκτό αέριο, να τροφοδοτεί στο μέλλον τη Γερμανία με πράσινο υδρογόνο το οποία να παράγεται κατά 100% από ΑΠΕ.
2. Πώς σχολιάζετε τη συμπερίληψη του φυσικού αερίου και των πυρηνικών στην Ταξινομία της ΕΕ;
Στέλνει ένα σαφώς λανθασμένο μήνυμα σχετικά με το ενεργειακό μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε προκειμένου να φτάσουμε στην κλιματική ουδετερότητα ως το 2050. Η πυρηνική ενέργεια δεν είναι ούτε καθαρή, ούτε ασφαλής, ούτε φθηνή, ενώ ο χρόνος που απαιτείται για την κατασκευή νέων πυρηνικών σταθμών είναι τόσο μεγάλος που είναι αδύνατον η πυρηνική ενέργεια να παίξει τον ρόλο που οι υποστηρικτές της προβάλλουν για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τον μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Από την άλλη μεριά το ορυκτό αέριο είναι κι αυτό ορυκτό καύσιμο και εκπέμπει αέρια του θερμοκηπίου όχι μόνο κατά την καύση του αλλά και κατά την εξόρυξη και μεταφορά του. Οι εκπομπές αυτές μπορεί να είναι χαμηλότερες από αυτές του λιγνίτη και του λιθάνθρακα αλλά εξακολουθούν να είναι ασύμβατες με την επίτευξη των κλιματικών στόχων που έχουμε θέσει τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο για το 2030 και το 2050.
Ενώ λοιπόν η συμπερίληψη πυρηνικών και ορυκτού αερίου στην Πράσινη Ταξινομία είναι επί της αρχής μια αρνητική εξέλιξη, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις λεπτομέρειες των κανόνων της Ταξινομίας διότι αυτές στο τέλος κάνουν την ουσιαστική διαφορά. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την τελευταία εκδοχή της πράξης εξουσιοδότησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που είδε το φως της δημοσιότητας, καμία από τις νέες μονάδες ορυκτού αερίου που σχεδιάζονται στην Ελλάδα, δεν μπορεί να πάρει την «πράσινη βούλα» κι επομένως δεν θα έχει πρόσβαση σε χρηματοδότηση από χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που θέλουν να θεωρούνται «πράσινοι». Ακόμα λοιπόν και να εγκριθεί τελικά ως τον Ιούνιο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς η συμπερίληψη του ορυκτού αερίου ανάμεσα στις «πράσινες» επενδύσεις με τη μορφή που περιγράφει η τελευταία εκδοχή της εξουσιοδοτικής πράξης της Κομισιόν, η χρηματοδότηση νέων μονάδων ορυκτού αερίου στην Ελλάδα θα είναι πολύ προβληματική. Συνεπώς η κυβέρνηση κατά την αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) πρέπει να εστιάσει στην ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας και ΑΠΕ προκειμένου να διασφαλίσει την ασφάλεια εφοδιασμού της χώρας εγκαταλείποντας το «δόγμα» του ορυκτού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου. Πρόσφατη ανάλυση άλλωστε έδειξε ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις μόλις 7 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (συμπεριλαμβανομένου και του Ηνωμένου Βασιλείου) που βρίσκονται σε τροχιά μηδενισμού των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής πριν το 2035. Αυτή τη δέσμευση ανέλαβε μάλιστα και η νέα γερμανική κυβέρνηση με αποτέλεσμα να γίνει η Γερμανία η τέταρτη χώρα στον κόσμο που οδεύει προς κλιματικά ουδέτερο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής ως το 2035, και η πρώτη που θα το πετύχει αυτό χωρίς πυρηνική ενέργεια.
3. Κάποιες πολιτικές φωνές υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι η Ελλάδα έθεσε σε εφαρμογή νωρίτερα από ό,τι άλλες χώρες το σχέδιο της εφαρμογής, απέκτησε πρόσβαση σε μεγαλύτερα κονδύλια. Από την άλλη, εκπρόσωποι φορέων σημειώνουν ότι η χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών κρατών καθορίστηκε με βάση τη λιγνιτική εξόρυξη και τις θέσεις εργασίας σε αυτές και όχι με κριτήριο τον χρόνο (υποστηρίζουν ότι χώρες όπως η Πολωνία και η Τσεχία πήραν μεγαλύτερα ποσά ακριβώς χάρη στη βαρύτητα των συγκεκριμένων κριτηρίων). Τι ισχύει τελικά ;
Τα τρία βασικότερα κριτήρια με βάση τα οποία κατανέμονται οι πόροι του Ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης σύμφωνα με τον σχετικό Κανονισμό, είναι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου των περιοχών υψηλής έντασης άνθρακα σε κάθε κράτος μέλος, οι θέσεις εργασίας στις βιομηχανίες των περιοχών αυτών, και οι θέσεις εργασίας στις περιοχές εξόρυξης λιγνίτη και λιθάνθρακα. Δεν λαμβάνεται δηλαδή υπόψη η ταχύτητα της απολιγνιτοποίησης για την οποία έχει δεσμευτεί (ή όχι) ένα κράτος μέλος, ενώ ούτε ο βαθμός εξάρτησης των τοπικών οικονομιών από τη λιγνιτική δραστηριότητας συνεκτιμάται με ακριβή τρόπο στη μεθοδολογία κατανομής των πόρων του Ταμείου.
Σε όλη τη διάρκεια του 2020 που εκτυλισσόταν η διαπραγμάτευση του Κανονισμού για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης τόσο η κυβέρνηση όσο και οι ευρωβουλευτές των τριών μεγάλων κομμάτων αλλά και εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων και δεξαμενών σκέψης ένωσαν τις δυνάμεις τους με στόχο να αλλάξουν τα κριτήρια που είχε επιλέξει η Κομισιόν για να κατανείμει τους πόρους. Κεντρική επιδίωξη ήταν να συμπεριληφθεί τουλάχιστον η ταχύτητα της μετάβασης ανάμεσα στα κριτήρια αλλά και να αντικατοπτριστεί ακριβέστερα το μέγεθος της πρόσκλησης για τη μετάβαση στις περιφέρειες εξόρυξης λιγνίτη όπως η Κοζάνη, η Φλώρινα και η Μεγαλόπολη. Τελικά, τα κριτήρια με βάση τα οποία κατανεμήθηκαν οι πόροι των 17,5 δις του Ταμείου παρέμειναν όπως στην αρχική πρόταση της Κομισιόν.
Ωστόσο, την τελευταία στιγμή συμπεριλήφθηκε στον Κανονισμό ένας Μηχανισμός Πράσινης Επιβράβευσης (Green Reward Mechanism) που θα ενισχύει τα κράτη μέλη που θα απολιγνιτοποιούνται πιο εμπροσθοβαρώς με επιπλέον ευρωπαϊκούς πόρους οι οποίοι πιθανόν να συγκεντρωθούν για τους σκοπούς της Δίκαιης Μετάβασης μέσα στην περίοδο 2021-2027.
Με βάση λοιπόν τα κριτήρια της Κομισιόν η Ελλάδα θα λάβει -χωρίς την εφαρμογή του Μηχανισμού Πράσινης Επιβράβευσης- το 4,31% των πόρων του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης ή 755 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία μαζί με τη συνεισφορά και άλλων Ευρωπαϊκών Ταμείων και την εθνική συνεισφορά οδηγούν σε ένα κονδύλι ύψους 1,6 δις ευρώ. Τα 1,4 εκ ευρώ από αυτούς τους πόρους θα χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη, ενώ 210 εκατομμύρια ευρώ περίπου θα ενισχύσουν την ενεργειακή μετάβαση των νησιών.
Δεδομένης της τεράστιας πρόκλησης της μετάβασης ειδικά στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας, είναι απαραίτητο οι πόροι των 1,4 δις ευρώ να συμπληρωθούν από εθνικούς πόρους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι σημαντική η στήριξη των λιγνιτικών περιοχών από τμήμα των δημοσίων εσόδων δημοπράτησης δικαιωμάτων CO2 που συμβαίνει στη χώρα μας από το 2018 τόσο επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας. Οι πόροι αυτοί ωστόσο πρέπει να υπηρετούν τα ίδια ακριβώς Εδαφικά Σχέδια Δίκαιης Μετάβασης (ΕΣΔΙΜ) που υποβλήθηκαν επισήμως από την Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όχι να καλύπτουν πρόσκαιρες ανάγκες των λιγνιτικών περιφερειών. Μόνον έτσι θα αποκτήσουν προστιθέμενη αξία και θα συμβάλλουν ουσιωδώς στον βιώσιμο μετασχηματισμό των τοπικών οικονομιών στις λιγνιτικές περιφέρειες της χώρας.
4. Στην ανασκόπησή σας για τις ενεργειακές κοινότητες εντοπίζετε κάποιες στρεβλώσεις οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται στην αγορά. Πώς θεωρείτε ότι πρέπει τελικά να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο των ενεργειακών κοινοτήτων λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την εμπειρία της ενεργειακής κρίσης και των υψηλών τιμών που βιώνουμε;
Καθώς το κόστος της καθαρής ενέργειας βαίνει διαρκώς μειούμενο, οι ενεργειακές κοινότητες από ΑΠΕ αποτελούν μια πραγματική και μόνιμη διέξοδο για τους πολίτες στο πρόβλημα της ενεργειακής ένδειας και ευρύτερα της κρίσης των ενεργειακών τιμών. Ειδικά για τις λιγνιτικές περιοχές, οι ενεργειακές κοινότητες μπορούν να αποτελέσουν επιπλέον και όχημα που θα αυξήσει τη συμμετοχή των πολιτών και των δήμων στη διαδικασία της Δίκαιης Μετάβασης, η οποία μέχρι αυτή τη στιγμή δεν έχει κατορθώσει να εμπλέξει επαρκώς τις τοπικές κοινωνίες.
Ωστόσο, ως τώρα δεν έχουν διορθωθεί οι στρεβλώσεις που υπάρχουν στο θεσμικό πλαίσιο. Με αυτόν τον τρόπο επωφελούνται στην ουσία εταιρίες ΑΠΕ οι οποίες, μέσω του «οχήματος» των ενεργειακών κοινοτήτων και του τεμαχισμού των επενδύσεων σε μικρότερες, επιδιώκουν την παράκαμψη των ανταγωνιστικών διαδικασιών και των χρονοβόρων σταδίων της περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Οι στρεβλώσεις αυτές αποβαίνουν σε βάρος των ενεργειακών κοινοτήτων κοινωφελούς σκοπού που απαρτίζονται από δήμους ή πολίτες και στόχο έχουν την κάλυψη των δικών τους ενεργειακών αναγκών. Από την ανάλυση των επίσημων στοιχείων του ΔΕΔΔΗΕ και του ΓΕΜΗ, από τις 184 ενεργειακές κοινότητες που είχαν ιδρυθεί σε Κοζάνη, Φλώρινα και Αρκαδία ως τον Νοέμβριο του 2021, μόλις 13 ήταν κοινωφελούς σκοπού, ενώ από τα 26,3 MW ήδη ηλεκτρισμένων έργων ΑΠΕ από ενεργειακές κοινότητες σε αυτές τις περιφερειακές ενότητες, κανένα έργο δεν προέρχεται από ενεργειακές κοινότητες κοινωφελούς σκοπού.
Είναι επομένως σαφές ότι η επικείμενη αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου των ενεργειακών κοινοτήτων πρέπει να εστιάσει στην ενίσχυση εκείνων των ενεργειακών κοινοτήτων που υπηρετούν γνησίως το πνεύμα του θεσμού, δηλαδή την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των ίδιων των πολιτών ή των δήμων που συμμετέχουν, θωρακίζοντας παράλληλα τον θεσμό από επίδοξους κερδοσκόπους.
5. Θα θέλαμε ένα σχόλιο επί των δεσμεύσεων που ορίζει το κείμενο της συμφωνίας της Γλασκώβης για την απανθρακοποίηση; Θεωρείτε ότι είναι όσο τολμηρές επιβάλουν οι περιστάσεις;
Είναι γεγονός ότι υπήρξαν κάποια βήματα προόδου στην COP26 όπως η συμφωνία για το μεθάνιο, η συμφωνία για τερματισμό της αποψίλωσης δασών, οι νέες δεσμεύσεις για κλιματική ουδετερότητα ή για απεξάρτηση από τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα, η συμφωνία Κίνας-ΗΠΑ, η αποσαφήνιση των κανόνων που διέπουν το άρθρο 6 της Συμφωνίας του Παρισιού για τις αγορές άνθρακα και τη συνεργασία μεταξύ κρατών για την επίτευξη των κλιματικών τους στόχων, αλλά και η αύξηση της χρηματοδότησης για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν, οι νέες δεσμεύσεις που παρουσιάστηκαν για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας μακροπρόθεσμα (ως το 2050 και αργότερα), βάζουν την ανθρωπότητα σε τροχιά περιορισμού της ανόδου της θερμοκρασίας γύρω στους 1,8 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, σύμφωνα με τέσσερις διαφορετικές επιστημονικές αναλύσεις, πράγμα που αποτελεί αναμφισβήτητα πρόοδο.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο έλλειμμα της συμφωνίας της Γλασκώβης είναι η ανεπάρκεια των εμπροσθοβαρών δεσμεύσεων των κρατών, δηλαδή των δεσμεύσεων που περιγράφονται στις λεγόμενες εθνικές συνεισφορές για τα λίγα χρόνια που μεσολαβούν ως το 2030. Όπως αποτυπώνεται ακόμα και στο ίδιο το τελικό κείμενο της συμφωνίας, με τις τρέχουσες δεσμεύσεις οδεύουμε το 2030 σε αύξηση κατά 13,7% των παγκόσμιων εκπομπών σε σχέση με το 2010 τη στιγμή που οι επιστήμονες εκτίμησαν ότι για να διατηρήσουμε ζωντανό τον 1,5 βαθμό Κελσίου πρέπει να μειώσουμε τις παγκόσμιες εκπομπές κατά 45% το 2030 σε σχέση με το 2010. Πρόκειται δηλαδή για μια απόκλιση περίπου 58,7 ποσοστιαίων μονάδων ανάμεσα στις δεσμεύσεις των κρατών για το 2030 και το μονοπάτι του 1,5οC. Συνεπώς η συμφωνία της Γλασκώβης είναι ανεπαρκής ως προς την πιο κρίσιμη και επείγουσα διάσταση της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, πράγμα που πρέπει να διορθωθεί στις αμέσως επόμενες διασκέψεις.