Με τελικά επιτόκια που θα κριθούν από την πιστοληπτική διαβάθμιση και τις εξασφαλίσεις των επιχειρήσεων, καθώς επίσης και από το εάν αυτές έχουν λάβει κρατικές ενισχύσεις και μέσω άλλων «εργαλείων» (π.χ. αναπτυξιακός νόμος), θα δοθούν από τις τράπεζες θα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι προσκλήσεις προς τους επενδυτές από τις τράπεζες αναμένονται μέχρι τις 9 Φεβρουαρίου και αμέσως μετά θα είναι έτοιμες να δεχτούν αιτήματα επιχειρήσεων για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών τους σχεδίων. Αυτό, ωστόσο, αναμένεται χωρίς να είναι ακόμη έτοιμη η ηλεκτρονική πλατφόρμα του Υπουργείου Οικονομικών στην οποία οι επιχειρήσεις θα υποβάλλουν τα αιτήματά τους. Σύμφωνα με πληροφορίες, η πλατφόρμα θα είναι έτοιμη μέσα – τέλος Μαρτίου, οπότε η υποδοχή των πρώτων αιτήσεων από τις τράπεζες θα γίνει χειροκίνητα.
Ένα ακόμη μεγάλο κενό είναι η έλλειψη του Μητρώου Ανεξάρτητων Αξιολογητών που θα συστήσει το Υπουργείο Οικονομικών και θα είναι αρμόδιοι για τον έλεγχο της επιλεξιμότητας των επενδυτικών σχεδίων. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το κενό μέχρι τη σύσταση του Μητρώου θα καλυφθεί από ορκωτούς ελεγκτές που θα προτείνουν στο Υπουργείο οι τράπεζες για την κάθε αιτούμενη χρηματοδότηση. Καθώς θα πρέπει να έχουν γνώσεις και από αξιολόγηση business plan και από καθεστώτα ενισχύσεων, οι τράπεζες εκτιμάται ότι θα απευθυνθούν για την επιλογή ορκωτών ελεγκτών στις Big Five (PwC, Deloitte, EY, Grant Thornton, KPMG).
Το επιτόκιο των δανείων
Το ελάχιστο επιτόκιο χορήγησης δανείων στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» καθορίστηκε χθες με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα και του αρμόδιου Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, Θόδωρου Σκυλακάκη, στο 0,35%. Το ελάχιστο αυτό επιτόκιο θα ισχύει για όσες δανειακές συμβάσεις συναφθούν μεταξύ των τραπεζών που συμμετέχουν στο Πρόγραμμα και των δικαιούχων επενδυτών, ενώ διευκρινίζεται πως το επιτόκιο δύναται, κατά περίπτωση, να είναι υψηλότερο.
Όπως αναφέρουν στο insider.gr αρμόδια στελέχη τραπεζών, το τελικό κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων από τις τράπεζες για τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης θα είναι πολύ ελκυστικό για τις μεγάλες και καλές επιχειρήσεις, ενώ για τις μικρότερες μπορεί να αποδειχτεί υψηλότερο σε σχέση με απευθείας τραπεζικό δανεισμό. Και αυτό διότι τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, στο σκέλος που αφορά τη συμμετοχή των τραπεζών, δεν διαφέρουν από τα συνήθη τραπεζικά δάνεια και τα κριτήρια πιστοδοτήσεων που τα συνοδεύουν, έτσι ώστε να ελέγχεται ο πιστωτικός κίνδυνος από τη αποπληρωμή τους.
Επομένως, για τη διαμόρφωση του επιτοκίου, οι τράπεζες θα αξιολογούν την πιστοληπτική διαβάθμιση της επιχείρησης, αλλά και τις παρεχόμενες εξασφαλίσεις από την δανειοδοτούμενη επιχείρηση.
Στο «κάδρο», ωστόσο, μπαίνει και μία ακόμη παράμετρος που ναι μεν θα ελέγξουν οι τράπεζες, στη βάση δε συγκεκριμένων προδιαγραφών που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πρόκειται για τον έλεγχο του εάν κάποια επιχείρηση έχει υπαχθεί και σε άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς από τους οποίους λαμβάνει επίσης «επιδοτούμενη» χρηματοδότηση (π.χ. αναπτυξιακός νόμος, προγράμματα Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας κ.ά.). Σημειώνεται ότι αυτός ο συνδυασμός θα είναι μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση, καθώς οι επιχειρήσεις θα επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν κάθε δυνατότητα για φθηνό χρήμα προκειμένου να υλοποιήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια.
Στις περιπτώσεις αυτές, το τελικό επιτόκιο δανεισμού θα πρέπει να προσαρμοστεί έτσι ώστε το κράτος να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις με ιδιωτικά κριτήρια και να μην παράγεται κρατική ενίσχυση.
Για τον υπολογισμό του κριτηρίου των κρατικών ενισχύσεων σε ένα δάνειο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορίζει ως επιτόκιο αναφοράς το – 0,49%. Πάνω στο (αρνητικό) αυτό επιτόκιο προστίθενται τα κριτήρια του rating της επιχείρησης και των εξασφαλίσεων που αυτή παρέχει, αλλά στη βάση συγκεκριμένων κατευθύνσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ορίζει τα δανειακά περιθώρια σε μονάδες βάσης, κατηγοριοποιώντας την πιστοληπτική βαθμολογία της επιχείρησης και διαβαθμίζοντας τις εξασφαλίσεις της.
Έτσι:
- Για επιχειρήσεις με υψηλή πιστοληπτική βαθμολογία ΑΑΑ – Α και εξασφαλίσεις υψηλές, συνήθεις ή χαμηλές, το δανειακό περιθώριο πάνω από το επιτόκιο αναφοράς ορίζεται αντίστοιχα στις 60, 75 και 100 μονάδες βάσης.
- Για επιχειρήσεις με καλή πιστοληπτική βαθμολογία ΒΒΒ και εξασφαλίσεις υψηλές, συνήθεις ή χαμηλές, το δανειακό περιθώριο πάνω από το επιτόκιο αναφοράς ορίζεται αντίστοιχα στις 75, 100 και 220 μονάδες βάσης.
- Για επιχειρήσεις με ικανοποιητική βαθμολογία ΒΒ, η προσαύξηση στο επιτόκιο αναφοράς ανέρχεται σε 100, 220 και 400 μονάδες βάσης αναλόγως υψηλών, συνήθων ή χαμηλών εξασφαλίσεων.
- Για επιχειρήσεις με χαμηλή βαθμολογία Β, η προσαύξηση στο επιτόκιο αναφοράς διαμορφώνεται σε 220, 400 και 650 μονάδες βάσης αναλόγως υψηλών, συνήθων ή χαμηλών εξασφαλίσεων.
- Τέλος, για επιχειρήσεις με κακή πιστοληπτική βαθμολογία και οικονομικές δυσχέρειες CCC και κάτω, η προσαύξηση στο βασικό επιτόκιο φτάνει στις 400, 650 και 1.000 μονάδες βάσης αναλόγως υψηλών, συνήθων ή χαμηλών εξασφαλίσεων.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το τελικό επιτόκιο θα είναι χαμηλότερο για τις επιχειρήσεις με υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση και αξιόλογες εξασφαλίσεις, οι οποίες θα μπορούν να δανειοδοτούνται με κόστος χαμηλότερο και του 2% - ακόμη και 0,51% -. Από την άλλη πλευρά, για τις επιχειρήσεις με χαμηλό rating, το κόστος δανεισμού μπορεί να φτάνει και το 10% και γενικά να μην διαφέρει από το επιτόκιο που θα έπαιρνε η επιχείρηση από την τράπεζα χωρίς να έχει υπαχθεί στο πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης.