Σε ένα πολυετές σημείο καμπής βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες, όπως εκτιμά η Goldman Sachs αναμένοντας μέχρι το τέλος του 2023 (1) το δείκτη απόδοσης ιδίων κεφαλαίων, ROTE να τείνει προς τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, (2) τα NPEs να συγκλίνουν προς τα ευρωπαϊκά επίπεδα - CEEMEA (Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική), (3) τον δείκτη Texas να μειωθεί στο μισό σε περίπου 30% από περίπου 60% που ήταν στο τέλος του 2021 εν μέσω της μείωσης σε NPEs και της ενίσχυσης των capital buffers και των κεφαλαιακών προβλέψεων και (4) την επιστροφή στη διανομή μερισμάτων.
Έτσι, η Goldman Sachs προχωρά σε αύξηση των τιμών στόχων για τις τρεις εκ των τεσσάρων τίτλων των συστημικών τραπεζών, θέτοντας στα 1,68 ευρώ την Alpha Bank από 1,12 ευρώ προηγουμένως, στα 1,40 ευρώ τη Eurobank από 0,65 και στα 1,70 ευρώ από 1,47 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς. Αξίζει να σημειωθεί πως χωρίς αξιολόγηση παραμένει η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας.
Ο αμερικανικός οίκος εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε τροχιά ισχυροποίησης του δείκτη ROTE έπειτα από περίπου 15 χρόνια εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Παράλληλα, προβλέπει πως ο δείκτης NPE των ελληνικών τραπεζών θα φτάσει σε μονοψήφιο επίπεδο το 2022 και πέρα από την περίοδο απομείωσης των κινδύνων (de-risking), αναμένει από τις ελληνικές τράπεζες να μεταβούν προς το στάδιο ανάπτυξης των ισολογισμών τους.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, ο μέσος δείκτης ROTE για τον τραπεζικό κλάδο πρόκειται να βελτιωθεί από 5% το 2021 σε 8% το 2023, με βάση τα εξής: (1) οργανικό κόστος μείωσης κινδύνου από 90 μονάδες βάσης το 2021 στις 60 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο κατά τη χρήση 2022 - 24, 2) μια κλίση στην αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων από σταθερή κατά τη χρονική περίοδο 2016 - 2021 με ένα σύνθετο ρυθμό ετήσιας αύξησης (CAGR) 6,5% (1,4x του ονομαστικού ΑΕΠ) για τη χρονική περίοδο 2021 -2024 και (3) της θετικής λειτουργικής εικόνας («operating jaws») άνω των 500 μονάδων βάσης για το ίδιο χρονικό διάστημα εξαιτίας του ελέγχου του κόστους. Επιπλέον, τα υψηλότερα επιτόκια θα ενισχύσουν τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIM), με κάθε αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων κατά 25 μονάδες βάσης να προσθέτει 2% στην κάτω γραμμή, γεγονός που θα αντισταθμίσει εν μέρει τον αρνητικό (αλλά διαχειρίσιμο) αντίκτυπο στα κεφάλαια (Mark to Market).
Η οργανική παραγωγή κεφαλαίων θα πρέπει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Goldman Sachs, να μεταφραστεί σε κεφαλαιακή ενίσχυση (με μέσο δείκτη CET1 13% στο τέλος του 2023) εντάσσοντας στη συζήτηση τη διανομή μερισμάτων μετά από ένα διάστημα που ξεπερνά τα δέκα χρόνια. Οι αναλυτές εκτιμούν πως ο δείκτης Texas (αποτυπώνει την υγεία του χαρτοφυλακίου μιας τράπεζας) για τις ελληνικές τράπεζες θα μειωθεί σε περίπου 30% το 2023 από 60% και 100% το 201 και το 2020 αντίστοιχα. Παράλληλα, μετά από περισσότερο από μια δεκαετία απομόχλευσης, αναμένει ότι οι ελληνικές τράπεζες θα εισέλθουν στη ανάπτυξης χάρη στα βελτιωμένα κεφαλαιακά αποθέματα, capital buffers, τη γενική μακροοικονομική ανάκαμψη και τα ευρωπαϊκά πακέτα τόνωσης (η Κομισιόν προβλέπει ένα μέσο ρυθμό ανάπτυξης 4% το 2022 - 23).
Το σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0») αναμένεται να κινητοποιήσει επενδύσεις ύψους 60 δισ. ευρώ στην οικονομία (2021 - 26), εκ των οποίων περίπου το ήμισυ θα παρασχεθεί ως χρηματοδότηση από την ΕΕ με τη μορφή επιχορηγήσεων και δανείων ύψους 18 δισ. ευρώ και 13 δισ. ευρώ αντίστοιχα και το υπόλοιπο μέρος θα χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες με τη μορφή δανειοδοτήσεων. Επιπλέον, οι εισροές πόρων και κεφαλαίων στην οικονομία θα πρέπει να μεταφραστούν σε ένα δεύτερο γύρο πολλαπλασιαστικών θετικών αποτελεσμάτων.
Η Goldman Sachs σημειώνει ότι σε επίπεδο απόλυτων εσόδων, η αύξηση θα είναι πιθανότατα συγκρατημένη το 2021 - 2024. Ωστόσο, η ποιότητα των νέων ροών εσόδων θα είναι υψηλότερη, καθώς θα δημιουργούνται από ανοίγματα που αποδίδουν. Η έμφαση στη βελτιστοποίηση του κόστους (ιδίως αναποτελεσματικά υποκαταστήματα) θα πρέπει να οδηγήσει σε συμπίεση των δεικτών κόστους/έσοδα και σε θετικά αποτελέσματα λειτουργικής μόχλευσης.
Αναφορικά με την πορεία των τραπεζικών τίτλων, ο αμερικανικός οίκος επισημάνει πως ενισχύθηκαν κατά 30% στη διάρκεια των τελευταίων έξι μηνών, αντανακλώντας την πρόοδο στην απομόχλευση, τη γενική λειτουργική απόδοση και τη μακροοικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, η αντίληψη του κινδύνου για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει υψηλή, με το κόστος ιδίων κεφαλαίων, CoE, στο 14,5% (έναντι του μέσου ευρωπαϊκού επιπέδου 10% - 11%), με τους αναλυτές να εκτιμούν ότι δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί πλήρως από την αγορά η πρόοδος στην απομόχλευση των ελληνικών τραπεζών.
Παράλληλα, η G.S διατηρεί διαφορετική θέση μεταξύ των μετοχών των συστημικών τραπεζών με βάση τα εξής κριτήρια: (i) πιστωτική ποιότητα (καλύτερη θέση για Εθνική Τράπεζα και Eurobank, υστερεί στις τρεις μετρήσεις η Πειραιώς παρά την πρόοδο που έχει σημειώσει στο σκέλος της εξυγίανσης και της κεφαλαιακής ενίσχυσης), (ii) βασική κεφαλαιακή επάρκεια και (iii) δημιουργία κεφαλαίων. Από την άλλη, περιορισμένες είναι οι διαφορές στο σκέλος της δανειοδοτικής ικανότητας μεταξύ των τεσσάρων τη στιγμή που όλες θα επωφεληθούν σε γενικές γραμμές εξίσου από την πλευρά της αύξησης των εσόδων από δάνεια και προμήθειες εν μέσω της μακροοικονομικής ανάκαμψης. Με βάση αυτά θέτει σύσταση «buy» για τις Eurobank και Alpha Bank και «ουδέτερη» για την Τράπεζα Πειραιώς, με τους ανωτέρω στόχους που αναφέραμε.
Εκτιμήσεις για τα EPS
Η Goldman Sachs προβαίνει και σε αναθεώρηση των εκτιμήσεών της αναφορικά με την πορεία των EPS (κέρδη ανά μετοχή), ανεβάζοντας κατά πολύ τον «πήχη» για την Εθνική, ήτοι άνω του 100% για την τριετία 2022 - 2024 (0,53 ευρώ το 2022 από 0,18 - 0,58 ευρώ από 0,25 προηγουμένως για το 2023 και 0,66 ευρώ από 0,32 για το 2024). Για τη Eurobank, αναθεωρεί επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις της στα 0,15 ευρώ, 0,16 και 0,19 για την χρονικά περίοδο 2022 - 2024 από 0,11 ευρώ 0,12 και 0,11 αντίστοιχα. Από την άλλη πλευρά, χαμηλώνει τον «πήχη» για την Alpha Bank για φέτος στα 0,15 ευρώ από 0,20 ευρώ, στα 0,22 ευρώ το 2023 (σταθερή εκτίμηση) με περαιτέρω ενίσχυση το 2023 στα 0,27 ευρώ (23% αύξηση από προηγούμενη εκτίμηση - 0,22 ευρώ). Τέλος για την Πειραιώς αναθεωρεί επί τα χείρω τις εκτιμήσεις για την πορεία των EPS στα 0,23 ευρώ, 0,33 και 0,42 από 0,24 ευρώ, 0,36 και 0,42 ευρώ.