«Να πιστεύεις σε κάτι, να έχεις κάποιο ιδανικό πέρα από την οικονομική επιτυχία» συνήθιζε να λέει ο αείμνηστος Ευάγγελος Παπαστράτος, ένας εκ των τεσσάρων ιδρυτών της ομώνυμης καπνοβιομηχανίας. Η φράση αυτή που πέρασε σαν σκυτάλη από διοίκηση σε διοίκηση δεσπόζει πλέον στο κτήριο της εταιρείας στον Πειραιά, ενός κτηρίου που κάποτε αποτέλεσε την έδρα της εταιρείας κατασκευής και εμπορίας τσιγάρων και μετατράπηκε έκτοτε σε σημείο αναφοράς της επιτυχημένης διαδρομής των 85 χρόνων της.
«Θέλαμε να ιδρύσουμε στην Ελλάδα ένα πρότυπο εργοστάσιο σιγαρέττων που θέλαμε να αποτελέσει σταθμό στην εξέλιξη της καπνοβιομηχανίας στη χώρα μας» αναφέρει σχετικά ο Ευάγγελος Παπαστράτος στην αυτοβιογραφία του «Η Δουλειά και ο Κόπος της» που κυκλοφόρησε σε νέα έκδοση το 2012 από τις εκδόσεις GEMA. Πράγματι χάρη στον εξαιρετικό συντονισμό το εργοστάσιο χτίστηκε σε χρόνο ρεκόρ και πριν καν περάσουν 12 μήνες από τη θεμελίωσή του, οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί. Αυτό το «έργο αισιοδοξίας και πίστης» όπως το είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος ο Ευάγγελος Παπαστράτος στα εγκαίνιά του, «υπήρξε από τα πλέον σύγχρονα στον ελληνικό και στον διεθνή χώρο» όπως σημειώνει η εγγονή του, Μαρία Γκρέτσου. Τα εγκαίνια του μάλιστα, που πραγματοποιήθηκαν στις 21 Μαΐου 1931, έγιναν παρουσία του τότε πρωθυπουργού της χώρας, Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος πάτησε το κουμπί θέτοντας σε κίνηση μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας.
Η ιστορία της οικογένειας Παπαστράτου αναβιώνει τις τελευταίες ημέρες μέσα από αντικείμενα και φωτογραφίες που παρουσιάζονται στην έκθεση του παλιού εργοστασίου και μαζί της ανατρέχει κανείς εκτός από την αυτοβιογραφία του ιδρυτή της και στην ελληνική επιχειρηματικότητα μιας άλλης εποχής.
Η αφήγηση του Ευάγγελου Παπαστράτου ξεκινάει με τη γέννησή του το Δεκέμβρη του 1884 στο Αγρίνιο, όπου μεγάλωσε και εργάστηκε τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του. Ο πατέρας του Αναστάσης Παπαστράτος, γιος του ιερέα παπά-Στρατή πεθαίνει σε ηλικία 48 ετών και αφήνει στη γυναίκα του Χαρίκλεια και στα πέντε παιδιά τους -4 γιούς και μία κόρη- ένα μπακάλικο και πολλά ανείσπρακτα βερεσέδια των κατοίκων των γύρω χωριών. Η 30χρονη γυναίκα κλείνει το μαγαζί, καλλιεργεί το αμπέλι της οικογένειας και μεγαλώνει τα παιδιά της (με μεγάλη αυστηρότητα) πουλώντας το γνωστό στο Αγρίνιο εκείνη την εποχή «κρασί της Παπαστράταινας».
«Το ελληνόπαιδο που πρόκοψε δουλεύοντας», όπως έλεγε ο ίδιος για τον εαυτό του, κάπνισε το πρώτο του τσιγάρο το καλοκαίρι του 1895, στην πλατεία του Aγρινίου. Αν και ο μικρότερος από τα αδέρφια, σε ηλικία 12 ετών γίνεται υπάλληλος στην καπνεμπορική εταιρεία «Pόζης και Bαρνάβας». Μέσα σε λίγα χρόνια από «κράχτης» σε εκείνο το τοπικό κατάστημα, εξελίσσεται σε καλοπληρωμένο υπάλληλο, άνθρωπο της εμπιστοσύνης του εργοδότη του. Στα δεκαεφτά του αποφασίζει να πάρει μεταγραφή και να εργασθεί σε μία από τις σημαντικότερες εμπορικές και εισαγωγικές εταιρείες της περιοχής.
Πέντε χρόνια αργότερα παίρνει την απόφαση να παραιτηθεί και να κάνει το δικό του βήμα στην βιομηχανία του καπνού την οποία γνωρίζει ήδη αρκετά καλά. Ο 22χρονος Παπαστράτος με αρχικό κεφάλαιο 6.000 δρχ, εκ των οποίων οι 3.000 ήταν δανεικές ιδρύει την εμπορική εταιρεία «Αυγερινός & Παπαστράτος», μαζί με τον γνωστό τυρέμπορο του Αγρινίου, Σωτήρη Αυγερινό, τον Iούλιο του 1906. Από την πρώτη κιόλας στιγμή ασχολούνται κυρίως με τα εκλεκτά καπνά της εποχής. Δίνουν βάρος στην ποιότητα του καπνού και τις διαδικασίες παραγωγής, ενώ παράλληλα χτίζουν σχέσεις εμπιστοσύνης με τους παραγωγούς και βάζουν στόχο τη συστηματοποίηση και την οργάνωση της αγοράς του καπνεμπορίου, που εκείνη την εποχή προσφέρει κατάλληλο πεδίο για κάμποσους κερδοσκόπους και τυχοδιώκτες.
Όλα οδεύουν καλά, όμως ο νεότερος καπνέμπορας της Ελλάδας δεν αρκείται στην επιτυχία εντός συνόρων. Την εποχή που η μετανάστευση από φτωχές, κυρίως αγροτικές περιοχές της χώρας φουντώνει και περισσότεροι από 250.000 Έλληνες φεύγουν κυρίως για τις ΗΠΑ, ο Ευάγγελος Παπαστράτος αρχίζει να κάνει τις πρώτες εξαγωγές στο εξωτερικό. Οι δουλειές της εταιρείας εξακολουθούν να πηγαίνουν καλά, το 1909 κλείνει μάλιστα και την πρώτη μεγάλη συμφωνία του με το εργοστάσιο σιγαρέτων του Αγγελή Κωνσταντίνου στο Ανόβερο της Γερμανίας το οποίο αρχίζει πλέον να προμηθεύεται καπνά Αγρινίου.
Όταν το 1913 πεθαίνει ο Σ. Aυγερινός η επιχείρηση των δύο διαλύεται έχοντας επιδείξει μέσα σε έξι χρόνια κέρδη 150.000 δραχμών. Τότε είναι που τα τέσσερα αδέρφια - ο Eυάγγελος, ο στρατιωτικός Σωτήρης, ο δικηγόρος Γιάννης και ο μαθηματικός Eπαμεινώνδας - τα οποία είχαν εξαρχής ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους ενώνουν τις δυνάμεις τους για μια νέα καριέρα αναλαμβάνοντας ο καθένας τον ρόλο που έχει οραματιστεί ο μικρός αδερφός τους.
Αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν τους επηρεάζει αρνητικά, ίσα ίσα, η παραγωγή τους αυξάνεται χάρη στη συμφωνία του Ελευθερίου Βενιζέλου με τις Κυβερνήσεις της Αντάντ να επιτρέψουν την εξαγωγή καπνών, σταφίδας και σύκων προς εχθρικές χώρες από ουδέτερους λιμένες. Η επιτυχία είναι τέτοια που με το τέλος του πολέμου, η εταιρεία μεταφέρει την έδρα της στην Αθήνα, ιδρύει γραφεία και υποκαταστήματα στο εξωτερικό και ξεκινούν οι εξαγωγές στην Αίγυπτο, τις Σκανδιναβικές χώρες, τη Νότιο Αμερική αλλά κυρίως στις Η.Π.Α. και τον Καναδά.
Τα δύσκολα δεν αργούν να έρθουν. Όταν το 1922, η χώρα θρηνεί για τη Μικρασιατική καταστροφή, η εταιρεία Παπαστράτος βρίσκεται με 300.000 κιλά καπνού κατεστραμμένα και τις αποθήκες της στην Σμύρνη καμένες. Παρ’ όλα αυτά δείχνει και πάλι την κοινωνική ευαισθησία της και προσλαμβάνει πρόσφυγες.
Το 1924, ιδρύεται η Καπνεμπορική Ομοσπονδία στην οποία συμμετέχει ενεργά εκ μέρους της εταιρείας, ο Γιάννης Παπαστράτος ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα εκλέγεται γερουσιαστής και στη συνέχεια βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας. Οι δουλειές πηγαίνουν πολύ καλά, η εταιρεία μεγαλώνει και προσφέρει επίσης σημαντικό κοινωνικό έργο. Aπό το 1921 έως και το 1929 ο οίκος Παπαστράτου εξάγει κατά μέσο όρο ετησίως 3.382 τόνους καπνών, καλύπτει δηλαδή το 1/10 του συνόλου των εξαγωγών καπνού. Τους πρώτους μήνες του 1930, περιορίζονται οι συναλλαγές με τη γερμανική αγορά και λαμβάνεται μια ιστορική απόφαση: «να πραγματοποιήσουμε», όπως γράφει ο ίδιος ο Eυάγγελος Παπαστράτος στα απομνημονεύματά του, «το σχέδιο που χρόνια μελετούσαμε. Nα ιδρύσουμε στην Eλλάδα ένα πρότυπο εργοστάσιο σιγαρέττων, που θέλαμε να αποτελέσει σταθμό στην εξέλιξη της καπνοβιομηχανίας στη χώρα μας».
Παρά την οικονομική κρίση που είχε πλήξει και την Ελλάδα μετά το κραχ του 1929, τον Iούλιο του 1930 δημιουργείται η Παπαστράτος Aνώνυμη Bιομηχανική Eταιρεία Σιγαρέττων και δέκα μήνες αργότερα, τον Mάιο του 1931, όλη η κοινωνική ελίτ της χώρας παρευρίσκεται στα εγκαίνια του νέου εργοστασίου στον Πειραιά
Στο κτήριο εφαρμόζεται η πιο σύγχρονη βιομηχανική αρχιτεκτονική για την ποιότητα των εργασιακών χώρων και η συνολική δαπάνη αγγίζει τις 400.000 λίρες Αγγλίας. Το εργοστάσιο εξοπλίζεται με υπερσύγχρονα μηχανήματα, οι εργαζόμενοι δουλεύουν κάτω από υγιεινές συνθήκες σε φωτεινούς κι τεχνητά αεριζόμενους χώρους. Εντός του εργοστασίου μάλιστα υπάρχει εστιατόριο, αποδυτήρια και άλλες, πρωτοποριακές εγκαταστάσεις για την εποχή. Μάλιστα η Παπαστράτος ήταν η πρώτη εταιρεία που υιοθέτησε την χορήγηση προίκας στις κόρες των εργαζομένων της, καθώς και τη χορήγηση μπόνους στα στελέχη της. Σιγά σιγά η επιχείρηση γιγαντώνεται, απασχολεί έως 100.000 άτομα και χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη ελληνική βιομηχανία.
Άλλωστε την δεκαετία του 1930, ο κλάδος του καπνού απασχολεί συνολικά περίπου 1 εκατομμύριο άτομα, δηλαδή το ένα έκτο του πληθυσμού της χώρας ενώ οι εξαγωγές καπνών αντιστοιχούν στο 50% των συνολικών εσόδων από εξαγωγές. Από τη φορολογία των καπνών και των τσιγάρων το κράτος εισπράττει το ένα πέμπτο των συνολικών εσόδων του.
Εκείνη την χρυσή δεκαετία η εξάπλωση της Παπαστράτος κάνει άλματα ανοίγοντας γραφεία και πραγματοποιώντας εξαγωγές σε περισσότερες από 45 χώρες - τα προϊόντα της φτάνουν μέχρι τη Νότιο Αφρική, τη Μαδαγασκάρη, την Κίνα, τη Μαντζουρία, τον Παναμά, την Αυστραλία, την Αργεντινή, το Τζιμπουτί, τις Ολλανδικές Ινδίες και τη Μοζαμβίκη.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1933, τα αδέλφια δημιουργούν στο Bερολίνο το δεύτερο εργοστάσιό τους, το Hellas-Zigaretten Fabrik. Όταν όμως ο Xίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία, το κλίμα για τους ξένους γίνεται κάτι παραπάνω από εχθρικό. Εξαιτίας αυτού το εργοστάσιο του Bερολίνου βάζει λουκέτο και η ζημιά καταφέρνει να εκμηδενίσει τα κέρδη μιας ολόκληρης δεκαετίας. Την ίδια τύχη έχει δυστυχώς και η επένδυση στην Αίγυπτο. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Ευάγγελο Παπαστράτος, «ύστερα από αγώνα 18 περίπου ετών, δαπανηρότατο, αναγκαστήκαμε και εμείς να σταματήσουμε τη λειτουργία του εργοστασίου μας του Καΐρου». Ακόμα και τότε όμως η εταιρεία καταφέρνει να ορθοποδήσει.
Το 1939 εισάγεται στο Χρηματιστήριο Αξιών αλλά ένα χρόνο αργότερα κηρύσσεται ο πόλεμος και ο Σωτήρης Παπαστράτος φεύγει από την ζωή ξαφνικά. Για την εταιρεία ξεκινά ακόμα μια μεγάλη και δύσκολη περίοδος με την γερμανική κατοχή να βυθίζει στο έρεβος κάθε όνειρο. «Oι Nαζήδες δέσμευσαν αμέσως όλα τα αποθέματα καπνών», γράφει ο καπνέμπορας στα απομνημονεύματά του.
Με τη λήξη του πολέμου τα πράγματα δεν είναι το ίδιο εύκολα με πριν. Αν και η κατανάλωση τσιγάρων στο εσωτερικό της χώρας φτάνει σε ικανοποιητικά επίπεδα, στον παγκόσμιο χάρτη επικρατούν τα american blends, που συστήνουν στο κοινό νέες μάρκες τσιγάρων κάνοντας το «ASSOS», το παλαιότερο και πιο δυναμικό σήμα της εταιρείας, να φαίνεται ξεπερασμένο. Η διανομή στο εσωτερικό αποκαθίσταται σταδιακά, ενώ σιγά σιγά βελτιώνονται και οι εξαγωγές.
Το εργοστάσιο επεκτείνεται και η εταιρεία, όπως και ολόκληρη η χώρα, μπαίνει σε μια περίοδο εκσυγχρονισμού, αγοράζοντας καινούργιες μηχανές για όλα τα στάδια παραγωγής. Μάλιστα είναι η πρώτη που δημιουργεί μόνιμο ιατρείο στους χώρους του εργοστασίου, πράγμα που θα γίνει υποχρεωτικό δεκαετίες αργότερα.
Τη δεκαετία του ’50, ο Παπαστράτος καλείται να συμπλεύσει με τη μόδα των καιρών. Έτσι, το 1957, κυκλοφορεί το πρώτο του τσιγάρο με φίλτρο οι πωλήσεις του οποίου πάνε καλά. Στο τέλος της δεκαετίας η εταιρεία συνεχίζει να αναπτύσσεται και φτάνει να απασχολεί 2.500 άτομα. Τη δεκαετία που ακολουθεί η εταιρεία Παπαστράτος επιτυγχάνει μια σημαντική συμφωνία με το ιταλικό μονοπώλιο η οποία ανοίγει το δρόμο για την παραγωγή του Άσσου στην Ιταλία με χαρμάνια που στέλνονται έτοιμα από την Ελλάδα. Λίγα χρόνια αργότερα, θα ξαναρίξει στην αγορά το θρυλικό «Old Navy» ενώ το 1966 θα αρχίσει να παράγει και το «Astor» για λογαριασμό της γερμανικής Reemtsma.
Στη δεκαετία του ’70, θα επιτευχθεί μία ακόμα ιστορική συνεργασία: η Παπαστράτος θα συμπλεύσει με τη Philip Morris και αυτό που θα γεννηθεί είναι η κυκλοφορία του Marlboro στην Eλλάδα. Xιλιάδες νέοι θα ανταποκριθούν και το κόκκινο πακέτο θα γίνει το σήμα-κατατεθέν της Eλλάδας των μεταπολιτευτικών χρόνων. Ο εκσυγχρονισμός της εταιρείας, προχωρά ακόμη περισσότερο καθώς με τις καινούργιες σιγαροποιητικές μηχανές που αποκτά, παράγει πλέον 4.000 τσιγάρα το λεπτό.
Η εταιρεία συνεχίζει την ανοδική πορεία μέχρι και το 1973, όπου ο Eυάγγελος Παπαστράτος πεθαίνει σε ηλικία 89 ετών. Έχει προηγηθεί ο θάνατος των αδελφών του Γιάννη και Επαμεινωνδα. Το όραμα του συνεχίζει ο Τάσος Παπαστράτος, ο τελευταίος από τους απόγονους των τεσσάρων αδελφών που έφερε το όνομα Παπαστράτος. Επί των ημερών του η ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ ΑΒΕΣ συνεχίζει την δυναμική ανάπτυξη τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Το 1984, κυκλοφορεί για πρώτη φορά ο Assos International, ένα από τα πιο «δυνατά» εξαγώγιμα σήματα της εταιρείας. Αργότερα, τη δεκαετία του ’90, η εταιρεία εκσυγχρονίζει ακόμη περισσότερο τα συστήματά της, στην παραγωγή προστίθενται πολλά νέα σήματα ενώ επίσης το 1997 αποκτά το ιστορικό Santé. Το 1998, ιδρύεται το Ιδρυμα Παπαστράτος το οποίο αναλαμβάνει να συνεχίσει το πλούσιο κοινωνικό έργο που είχαν ξεκινήσει οι αδελφοί Παπαστράτου από την αρχή κιόλας της πορείας τους. Την ίδια χρονιά όμως πεθαίνει ο Πρόεδρος της εταιρίας Τάσος Παπαστράτος.
Το 2003, η μεγαλύτερη ελληνική καπνοβιομηχανία, η οποία μεγαλούργησε και πέρα από τα ελληνικά σύνορα, περνά σε νέα εποχή, όταν εξαγοράζεται από την Philip Morris International.
Τον Ιανουάριο του 2006, ταυτόχρονα με τον εορτασμό των 75 χρόνων λειτουργίας της, ανακοινώνεται επένδυση 100 εκατομμυρίων ευρώ για την κατασκευή νέων, σύγχρονων παραγωγικών εγκαταστάσεων και κτιρίου διοικητικών υπηρεσιών στον Ασπρόπυργο. Δυόμισι χρόνια αργότερα, στις 13 Αυγούστου του 2008 η πρώτη παραγωγή στο νέο εργοστάσιο είναι γεγονός. Στις 10 Οκτωβρίου του 2008 μετά από αδιάκοπη λειτουργία 77 χρόνων οι μηχανές στο εργοστάσιο του Πειραιά σταματούν για πάντα και η μεταφορά της εταιρίας στις νέες εγκαταστάσεις στον Ασπρόπυργο ολοκληρώνεται.
Σήμερα, η εταιρεία κάνει λόγο για διαχρονική στήριξη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Σύμφωνα με τα οικονομικά της δεδομένα συνεισφέρει το 2,5% των εσόδων του τακτικού προϋπολογισμού στα κρατικά έσοδα με 1,1 δισ. ευρώ (ΕΦΚ και ΦΠΑ) και οι αγορές ελληνικών καπνών που πραγματοποιεί ξεπερνούν το 50% της συνολικής παραγωγής. Απασχολεί 800 εργαζόμενους, συνεργάζεται με 25.000 λιανοπωλητές και με 700 προμηθευτές.
Αποτελεί τη 10η εταιρεία στην Ελλάδα με βάση τον τζίρο για το 2015. Η συνεισφορά της στην καταπολέμηση του παράνομου εμπορίου καπνικών προϊόντων ανήλθε στα 3,5 εκατ. ευρώ και για κοινωνικές ενέργειες από το 2009 έχει διαθέσει κεφάλαια ύψους 1,5 εκατ. ευρώ. Το εργοστάσιο του Ασπρόπυργου δε αποτελεί εξαγωγικό κέντρο, καθώς το 60% της παραγωγής κατευθύνεται σε περισσότερες από 30 χώρες σε όλο τον κόσμο, από τα Βαλκάνια και την Ευρώπη έως τη Σιγκαπούρη, το Μεξικό και την Ινδονησία.
Η νέα χιλιετία έχει αρχίσει με νέες προοπτικές ενώ οι διάδοχοι του Ευάγγελου Παπαστράτου φαίνεται πως κρατούν ζωντανά στη μνήμη τους τα λόγια του ιδρυτή της: «Aς αρχίζουμε, ακόμη και αν ξέρουμε ότι δεν θα προλάβουμε να αποτελειώσουμε το έργο μας. Aν το έργο αξίζει, το να είναι αρχινισμένο θα βοηθήσει να το ολοκληρώσει κάποιος άλλος, που έρχεται κατόπιν. Xάρη σε αυτές τις προσπάθειες έφτασε ο άνθρωπος σιγά-σιγά, από τα βάθη της ζούγκλας του, ως εδώ που βρίσκεται σήμερα».
Οι άγνωστες πτυχές της ιστορίας του Παπαστράτου αναβιώνουν στο χώρο που κάποτε στέγαζε το τυπογραφείο της εταιρείας. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τον Ιανουάριο και θα είναι ανοικτή στο κοινό κατά τη διάρκεια εκδηλώσεων διαφόρων φορέων οι οποίες θα πραγματοποιούνται στον χώρο αυτόν. Σε αυτήν αντικείμενα όπως μηχανήματα, εργαλεία και σκεύη, καπνά, παλιά χειρόγραφα λογιστικά βιβλία, κουτιά τσιγάρων και άλλα από τους χώρους του παλιού εργοστασίου κάνουν τον επισκέπτη μια βόλτα στο παρελθόν, τον μεταφέρουν στο παρόν αλλά και οραματίζονται το μέλλον.