Τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας φιλοξένησε στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα η Axia Ventures για συναντήσεις με επενδυτές και funds, κάτι ιδιαιτέρως θετικό μετά τα αποτελέσματα που ανακοίνωσε για το 2021.
Όπως ήταν αναμενόμενο, έντονο ενδιαφέρον υπήρξε για τις πιθανές επιπτώσεις του τρέχοντος γεωπολιτικού περιβάλλοντος και του υψηλότερου πληθωρισμού στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τη διοίκηση, προς το παρόν, αναμένεται μια επιβράδυνση της αναπτυξιακή δυναμικής στο 3% περίπου από 4,5% που αναμένονταν αρχικώς, αλλά αυτό εξακολουθεί να επιβεβαιώνει τη θετική τροχιά της ελληνικής οικονομίας.
Επιπλέον, όπως σημείωσε παραμένει ο στόχος της για εκταμιεύσεις 5 δισ. ευρώ για τη χρονική περίοδο 2022 - 2024, τη στιγμή που τα καθαρά δάνεια του ομίλου έφτασαν τα 30,4 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους, εκ των οποίων τα 28,9 δισ. ευρώ αφορούν την Ελλάδα. Το χαρτοφυλάκιο εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα έφτασε τα 25,2 δισ. ευρώ έναντι 23,8 δισ. ευρώ το 2020, στη βάση της πιστωτικής επέκτασης και της «θεραπείας» μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Από την άλλη, ενώ είναι δύσκολο να εκτιμηθεί πώς το τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον θα επηρεάσει δυνητικά την ποιότητα του ενεργητικού των ελληνικών τραπεζών, η διοίκηση της Εθνικής επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η ποιότητα του ενεργητικού της έχει επιδεινωθεί, ενώ υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να περιορίσουν τη δημιουργία ληξιπρόθεσμων δανείων (υποχώρηση ανεργίας, σταθερή δυναμική του real estate, αύξηση κατώτατου μισθού και επιδοτήσεις των λογαριασμών ενέργειας). Η Εθνική επισήμανε παράλληλα προς τα funds ότι εξακολουθεί να στοχεύει σε δείκτη NPE της τάξης του 6% το 2022, με το απόθεμα (stock) να αναμένεται να μειωθεί στα 1,8 δισ. ευρώ και τον δείκτη NPE να υποχωρεί προς το 3% περίπου το 2024. Τα NPEs στην Ελλάδα έφτασαν τα 2,1 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021 (δείκτης 6,9%) με υψηλό συντελεστή κάλυψης από προβλέψεις 77,5%.
Στο επίκεντρο η διανομή μερισμάτων
Οι επενδυτές και τα funds ενδιαφέρθηκαν να μάθουν περισσότερα για το πλάνο της τράπεζας σχετικά με τη διανομή κεφαλαίων. Η διοίκηση επιβεβαίωσε ότι ο διάλογος με τις ρυθμιστικές αρχές έχει ξεκινήσει και ότι το ποσοστό των κερδών από τη χρήση του 2022 που θα διανείμει σε μέρισμα, της τάξεως του 20%, αποτελεί ένα σημείο εκκίνησης, που θα μεταφράζεται σε μια μερισματική απόδοση 3%. Παράλληλα, ο διάλογος θα συνεχιστεί καθ' όλη τη διάρκεια του έτους καθώς είναι κρίσιμο να υπάρχει μια χαρτογράφηση τόσο των μακροοικονομικών εξελίξεων όσο και των κεφαλαιακών επίπεδων και της οργανική παραγωγής κεφαλαίων της τράπεζας.
«Πάει πίσω» ο σχεδιασμός για ομολογιακές εκδόσεις
Αναφορικά με τις κινήσεις γύρω από τις ομολογιακές εκδόσεις, η διοίκηση της τράπεζας τόνισε πως θα παρακολουθεί την πορεία των αγορών για μελλοντικές εκδόσεις στη βάση κάλυψης των υποχρεώσεων MREL (Ελάχιστες Απαιτήσεις Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (Interim Target on Minimum Required Eligible Liabilities – MREL). Ενώ δεν υπάρχει βιασύνη αναφορικά με τις εκδόσεις (περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως ανά τράπεζα), οι συστημικές τράπεζες μεταφέρουν προς τα πίσω (για φέτος) το φετινό τους πλάνο. Εξάλλου, η επίτευξη του στόχου ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας για το 2023 θα οδηγούσε επίσης σε ένα χαμηλότερο κόστος έκδοσης βαδίζοντας προς τα εκεί. Ως εκ τούτου, η Εθνική δεν είναι πιθανό να εκδώσει AT1 βραχυπρόθεσμα, δεδομένων των υψηλών κεφαλαιακών επιπέδων της και του τρέχοντος υψηλότερου κόστους έκδοσης ΑΤ1. Ο pro-forma δείκτης CET1 με την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής και τη σύναψη στρατηγικής συνεργασίας για τη δραστηριότητα της αποδοχής καρτών με την EVO αλλά και ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας διαμορφώθηκαν στο 18% και στο 19% περίπου, αντίστοιχα, στα τέλη του έτους.
Εξελίξεις από το ΤΧΣ τον Απρίλιο
Αναφορά έγινε και στην ευαισθησία των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) της Εθνικής στην αύξηση των επιτοκίων, όπου υπολογίζεται στα 70 εκατ. ευρώ για τις πρώτες 50 μονάδες βάσης (από -50 μονάδες βάσης σε μηδενικά επίπεδα) και 100 εκατ. ευρώ από τα μηδενικά επίπεδα στις +50 μονάδες βάσης (ΝΙΙ για το 2021 στα 1,2 δισ. ευρώ).
Η διοίκηση υπενθύμισε στους επενδυτές και τα funds ότι το τρέχον business plan της βασίζεται σε ένα πιο συντηρητικό περιβάλλον στα επιτόκια, αφήνοντας περιθώρια για πιθανές θετικές εκπλήξεις στα καθαρά έσοδα από τόκους. Επιπλέον, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες του ομίλου αναμένεται να αυξηθούν κατά 10% ετησίως, υπό την καθοδήγηση του AUM και του bancassurance (ασφαλιστικά προγράμματα με εξαιρετικά χαμηλή παρουσία στην Ελλάδα, περίπου 2% του ΑΕΠ, έναντι άλλων ανεπτυγμένων αγορών που διαμορφώνονται στο 10% περίπου). Επιπλέον, η διοίκηση της Εθνικής ανέφερε ότι η μεγαλύτερη αναμενόμενη αύξηση των προμηθειών εξαρτάται αποκλειστικά από τις δικές της εσωτερικές προσπάθειες. Να σημειωθεί πως τα καθαρά έσοδα από προμήθειες για το 2021 ανήλθαν στα 287 εκατ. ευρώ. Ως προς το σκέλος του IT, η υλοποίηση του πλάνου της, θα διαρκέσει έως το 2024, με το «ταβάνι» για τις κεφαλαιουχικές δαπάνες να μπαίνει κατά τη φετινή χρονιά.
Τέλος, τα «ραντάρ» των ξένων funds στράφηκαν προς το σκέλος της αποεπένδυσης του ΤΧΣ από τις τράπεζες, τη στιγμή που ο νόμος για το ΤΧΣ αναμένεται να ψηφιστεί εντός του Απριλίου, κάτι που θα αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς την αποεπένδυση του Ταμείου τόσο από την Εθνική Τράπεζα (στο 40% το ποσοστό του) όσο και από τις υπόλοιπες συστημικές.