Μετά από 11 ολόκληρα χρόνια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα βρίσκεται προ των πυλών για την πρώτη αύξηση των επιτοκίων είτε κατά 25 είτε κατά 50 μονάδες βάσης, προχωρώντας παράλληλα σε περαιτέρω διευκρινήσεις σχετικά με το νέο μηχανισμό που στοχεύει στον περιορισμό της διεύρυνσης των spreads στην Ευρωζώνη, γνωστό ως «anti fragmentation».
Υπό αυτή τη βάση η Moody's αναμένει ότι οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης θα είναι οι κύριοι ωφελημένοι και των δύο αυτών μέτρων. Τα υψηλότερα επιτόκια θα ωφελήσουν σημαντικά τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια και τη συνολική κερδοφορία όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών, αλλά το αποτέλεσμα θα είναι σταδιακό και θα ποικίλλει μεταξύ των χωρών. Ο αμερικανικός οίκος αναμένει ότι οι τράπεζες στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία θα αποκομίσουν μεγαλύτερα οφέλη από τις αντίστοιχες τράπεζες της Βόρειας Ευρώπης. Δεδομένου ότι ένα υψηλότερο ποσοστό τραπεζικών δανείων σε αυτές τις χώρες φέρει μεταβλητά επιτόκια, η αύξηση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη και πιο έντονη αύξηση των τραπεζικών εσόδων.
Αντιθέτως, η υποστηρικτική επίδραση στα έσοδα θα είναι πιο σταδιακή και μέτριας δυναμικής στα τραπεζικά συστήματα με δάνεια κυρίως σταθερού επιτοκίου όπως της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου και της Σουηδίας. Οι τράπεζες της Νότιας Ευρώπης έχουν επίσης γενικά χαμηλότερους δείκτες δανείων προς καταθέσεις και υψηλότερα αποθέματα ρευστότητας από τις αντίστοιχές τους στη Βόρεια Ευρώπη. Ως αποτέλεσμα, θα λάβουν μεγαλύτερα οφέλη στο σκέλος των εσόδων από υψηλότερες αποδόσεις των ρευστοποιήσιμων περιουσιακών τους στοιχείων και δεν θα αντιμετωπίσουν σημαντικές αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησης χάρη στις άφθονη βάση καταθέσεών τους καταθέσεις τους, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στις κινήσεις των επιτοκίων.
Το μέτρο για την αποφυγή του κατακερματισμού θα ωφελήσει επίσης πρωτίστως τις τράπεζες της Νότιας Ευρώπης, οι οποίες κατέχουν μεγάλους όγκους εγχώριων κρατικών ομολόγων που είναι πολύ ευαίσθητα στη μεταβλητότητα των spreads. Στο τέλος του 2021 οι ιταλικές τράπεζες κατείχαν εγχώρια κρατικά ομόλογα λίγο κάτω από τα 300 δισ. ευρώ, ενώ οι ισπανικές τράπεζες 246 δισ. ευρώ, οι πορτογαλικές τράπεζες 42 δισ. ευρώ και οι ελληνικές τράπεζες 30 δισ. ευρώ.
Επίσης όπως αποτυπώνεται από τα στοιχεία της Moody's, οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν ένα ιδιαίτερα υψηλό απόθεμα ρευστότητας στο 19% των συνολικών assets, αλλά από την άλλη, ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις είναι στο 61%.
Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι τα μέτρα για τον περιορισμό των αυξανόμενων spreads - που πιθανότατα θα περιλαμβάνουν την αγορά κρατικών τίτλων - δικαιολογούνται από την ανάγκη προστασίας της αποτελεσματικής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι χωρίς έναν τέτοιο «μηχανισμό προστασίας της μετάδοσης» («transmission protection mechanism»), η αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων πέρα από το επίπεδο που δικαιολογείται από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια για τις εταιρείες και τα νοικοκυριά.
Αυτό, θα μπορούσε να δημιουργήσει στρεβλώσεις που θα εμπόδιζαν την Κεντρική Τράπεζα να εκπληρώσει την εντολή της να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών και θα τροφοδοτούσε ανησυχίες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ. Η ΕΚΤ ανησυχεί επίσης ότι η υψηλή έκθεση των τραπεζών σε ορισμένες χώρες σε ασταθή κρατικά ομόλογα θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να βλάψει την πιστοληπτική τους ικανότητα και να περιορίσει την ικανότητά τους να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία, όπως τονίζει η Moody's.