Τον δρόμο της ανάπτυξης ακόμη και σε περιόδους κρίσης, όπως η παγκόσμια πληθωριστική «καταιγίδα» που απλώνεται πάνω από την παγκόσμια οικονομία, «δείχνει» για τις επιχειρήσεις καταναλωτικών αγαθών η καινοτομία, όπως επιβεβαιώνουν ολοένα και περισσότερες έρευνες διεθνώς.
Όπως αποκαλύπτει νέα μελέτη της εταιρείας ερευνών NielsenIQ, καταγράφοντας τη νέα πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει η παγκόσμια «έκρηξη» του πληθωρισμού, η καινοτομία δεν θα πρέπει να «κατεβάζει ταχύτητα» σε εποχές κρίσης, αλλά αντίθετα να «ανεβάζει στροφές», καθώς μπορεί να διασφαλίσει τη διατήρηση της αναπτυξιακής πορείας των επιχειρήσεων.
«Όλα τα στατιστικά δεδομένα συγκλίνουν σε μια μεγάλη αλήθεια. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της μεταποίησης και δεν καινοτομούν σε περιόδους κρίσης, μένουν πίσω έναντι εκείνων που παράγουν καινοτόμα προϊόντα», διαπιστώνουν οι αναλυτές της NielsenIQ.
Όπως επισημαίνουν, η τρέχουσα περίοδος στη σκιά των έντονων πληθωριστικών πιέσεων απαιτεί πλήρη επανακαθορισμό της στρατηγικής διαμόρφωσης του προϊοντικού χαρτοφυλακίου των επιχειρήσεων, με στόχο να προάγονται οι καινοτόμες λύσεις και όχι να μένουν στο περιθώριο. Μόνο τότε τα προϊόντα θα κριθούν ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών.
Τι θέλει ο καταναλωτής;
Το αιώνιο ερώτημα «τι θέλει ο καταναλωτής;» αποκτά άλλη δυναμική σε περιόδους κρίσης. Και αυτό γιατί μέσα στην κρίση, το ενδιαφέρον του καταναλωτή είναι πολύ πιο δύσκολο να κερδηθεί. Γιατί στους δύσκολους καιρούς μπορεί να μην έχει τελικά σημασία ούτε το ισχυρό brand ενός προϊόντος, ούτε η ξεχωριστή θέση που αυτό κατέχει στην αγορά.
Στη σκιά της πληθωριστικής κρίσης, το νέο τοπίο είναι πιο θολό για τους καταναλωτές. Τα πορτοφόλια των νοικοκυριών αδειάζουν ταχύτατα και οι επιχειρήσεις μειώνουν τελικά τις επενδύσεις τους στην καινοτομία. Εκείνες όμως βγαίνουν τελικά χαμένες, καθώς όποιος δεν επενδύει στα οφέλη της καινοτομίας, χάνει ολοένα και περισσότερα μερίδια αγοράς, βλέποντας τις πωλήσεις σταδιακά να υποχωρούν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, τη δεδομένη στιγμή δύο στους τρεις καταναλωτές αναζητούν καινοτόμα προϊόντα, εκδηλώνοντας τη διάθεση να δοκιμάσουν αγαθά που ξεχωρίζουν. Και αυτό κόντρα στον πληθωρισμό που καλπάζει. Είναι άλλωστε θέμα ψυχολογίας. Οι καταναλωτές έχουν την τάση να δοκιμάζουν νέα, καινοτόμα προϊόντα γιατί ωφελούν την ψυχολογία τους.
Τα τελευταία δύο χρόνια αποδείχθηκαν, άλλωστε, πολύ δύσκολα για την παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα στη σκιά της πανδημίας του κορονοϊού, με τις επιχειρήσεις να καλούνται να χτίσουν άμυνες απέναντι στις προκλήσεις, με στόχο τη μέγιστη δυνατή μείωση του ρίσκου αλλά και με το βλέμμα σε όσα έπονται.
Η καινοτομία, είτε αφορά σε ένα νέο προϊόν, μια νέα υπηρεσία, μέθοδο ή διαδικασία, δεν είναι εύκολο να κατακτηθεί. Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως το κόστος της καινοτομίας δεν «υπόσχεται» καμία μελλοντική ανταμοιβή. Όμως, όπως επιβεβαιώνουν τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας της McKinsey, οι επιχειρήσεις που καινοτομούν, όχι μόνο κατορθώνουν να ξεπερνούν τις κρίσεις με λιγότερες «απώλειες», αλλά και καθίστανται πιο ανταγωνιστικές την ώρα που η ανάκαμψη επιστρέφει.
Πώς διασφαλίζουν οι επιχειρήσεις την καινοτομία;
Προτού ξεκινήσει τον σχεδιασμό ενός καινοτόμου προϊόντος, κάθε επιχείρηση θα πρέπει να είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα, όπως: Πώς κινείται το προϊόν στην αγορά; Ποιες είναι οι ευκαιρίες ή οι απειλές που δημιουργούνται από τον ανταγωνισμό; Ποια είναι τα προτερήματα του προϊόντος; Ποιες είναι οι αδυναμίες του προϊόντος; Τι μπορεί να διδάξει μια επιχείρηση ο ανταγωνισμός; Ποιες είναι οι ιδέες της για την ανάπτυξη του προϊόντος;
Αυτό που πρέπει κάθε επιχείρηση να έχει στο μυαλό της κατά την ανάπτυξη και παραγωγή ενός νέου προϊόντος είναι το εξής: Κάθε καινοτομική λύση δεν χρειάζεται ταυτόχρονα να είναι και επαναστατική. Ακόμη και μικρές δόσεις καινοτομίας μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Ακόμη και σε ένα προϊόν που ήδη υπάρχει, μια «σταγόνα» καινοτομίας μπορεί να το παρουσιάσει φρέσκο κι ανανεωμένο, κερδίζοντας την προτίμηση του καταναλωτικού κοινού.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο – και σύμφωνα πάντα με τα αποτελέσματα της μελέτης της NielsenIQ – η καινοτομία χρειάζεται εκλογίκευση και όχι υπερβολή. «Δεν χρειάζεται μια επιχείρηση να εφεύρει μια σωρεία καινοτόμων ιδεών, προσδοκώντας πως μια από όλες θα αποδώσει καρπούς», σημειώνεται.
Εάν μια επιχείρηση πάλι δεν έχει την οικονομική ευχέρεια να προχωρήσει στην παραγωγή καινοτόμων προϊόντων, μπορεί να επανασχεδιάσει ένα ήδη γνωστό προϊόν, καθιστώντας το πιο ανταγωνιστικό στο ράφι έναντι των παραδοσιακών του «αντιπάλων» στην αγορά. Ο επανασχεδιασμός ακόμη και παλαιότερων ιδεών αποδεικνύεται πάντα χρήσιμος.
Το μεγάλο στοίχημα ωστόσο για τις επιχειρήσεις είναι ένα. Σε καιρούς κρίσης, να επιτυγχάνεται ισορροπία μεταξύ της τιμής στην οποία διατίθεται ένα προϊόν και της καινοτομίας που παρουσιάζει. Γιατί μόνο τότε θα το εμπιστευθεί ο καταναλωτής.