Για «ελεύθερη πτώση» των αμερικανικών μετοχών τους επόμενους μήνες προειδοποιεί η Morgan Stanley καθώς οι υποβαθμίσεις στις προοπτικές των εταιρικών κερδών πιέζουν τις τιμές.
Ο S&P 500 θα μπορούσε να βρεθεί στις 3.000 μονάδες κατά τους πρώτους μήνες του 2023 σύμφωνα με τον επικεφαλής στρατηγικό αναλυτή μετοχών του Οίκου, Μάικ Γουίλσον. Σε περίπτωση που η πρόβλεψή του επιβεβαιωθεί, η υποχώρηση θα είναι της τάξεως του 24%, δεδομένου του κλεισίματος το βράδυ της Τρίτης στις 3.957 μονάδες.
«Θα πρέπει να περιμένετε έναν S&P μεταξύ 3.000 και 3.300 κάποια στιγμή κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους. Τότε πιστεύουμε ότι θα σημειωθεί το κρεσέντο στην επιβράδυνση των αναθεωρήσεων για τα εταιρικά κέρδη» υπογράμμισε ο έμπειρος αναλυτής.
Παράλληλα, εκτιμά πως οι φόβοι για ύφεση θα οδηγήσουν τις μεγάλες εισηγμένες εταιρείες στην υποβάθμιση των στόχων τους για τα εταιρικά κέρδη και oι μετοχές θα διατηρηθούν σε bear market, όπου άλλωστε βρίσκονται το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς.
«Το bear market δεν έχει τελειώσει. Θα δούμε σημαντικά χαμηλότερα χαμηλά, εάν οι προβλέψεις μας για τα εταιρικά κέρδη είναι σωστές», έσπευσε να συμπληρώσει.
Ο S&P 500 έχει διολισθήσει κατά 17% από τις αρχές του έτους, καθώς οι ανησυχίες για ύφεση, η επιθετική σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από τη Fed με την ραγδαία άνοδο των επιτοκίων της και ο πόλεμος στην Ουκρανία, αποτελούν το τρίπτυχο που κλυδωνίζει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο δείκτης το 2023 θα κλείσει κοντά στα τρέχοντα επίπεδα των 3.900 μονάδων, αλλά αυτή η τιμή-στόχος για το τέλος του έτους δεν σημαίνει πολλά για τους επενδυτές, με δεδομένο το υψηλό επίπεδο διακυμάνσεων στις αγορές.
«Κανείς δεν ενδιαφέρεται τι θα γίνει σε 12 μήνες – πρέπει να αντιμετωπίσουν τους επόμενους 3 με 6 μήνες. Και εκεί πιστεύουμε ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια πτώσης. Θα είναι μια άγρια βόλτα» υπογράμμισε.
Οι τεχνολογικές μετοχές πλήρωσαν «βαρύ τίμημα» το τρίτο τρίμηνο του 2022, με την Amazon και την Meta να αναθεωρούν επί τα χείρω τις προοπτικές των κερδών τους ως απάντηση στην πτώση της ζήτησης των καταναλωτών και στα μειωμένα διαφημιστικά έσοδα.
«Το μεγαλύτερο μέρος της ζημιάς θα συμβεί σε αυτές τις μεγαλύτερες εταιρείες - κι όχι μόνο στην τεχνολογία, παρεμπιπτόντως» κατέληξε ο Γουίλσον.