Σε τροχιά ανάπτυξης κινείται η εταιρεία φυσικών καλλυντικών Apivita, προσβλέποντας με ένα βελτιωμένο πλάνο για το 2023, στη συνέχιση της κερδοφορίας των προηγούμενων ετών και αντιμετωπίζοντας τις όποιες δύσκολες συνθήκες προκαλεί η τρέχουσα συγκυρία.
Η εταιρεία ποντάρει για φέτος σε ισχυροποίηση της θέσης της στην ελληνική αγορά, καθώς και σε αύξηση των μεριδίων της διεθνώς, ενισχύοντας την κερδοφορία της μέσω των εξαγωγών. Η προσπάθεια για περαιτέρω εδραίωση της Apivita στον διεθνή χάρτη έχει ως βασικά εφόδια το ισχυρό brand name, το δίκτυο του ομίλου, καθώς και την υψηλή ποιότητα των προϊόντων της. Στο πλαίσιο της προσπάθειας εισόδου σε νέες διεθνείς αγορές, όπως Τσεχία, Σερβία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα, Ουγγαρία, Γαλλία, Χιλή, η Apivita αναπτύσσει νέα πρωτοποριακά προϊόντα με έμφαση στη βελτίωση της ποιότητάς τους και απώτερο σκοπό την ενίσχυση της εξωστρέφειάς της. Τη δεδομένη στιγμή, στρατηγικό στόχο του ομίλου αποτελούν οι αγορές της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, καθώς και η ενίσχυση του καναλιού του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Στα 50,84 εκατ. ευρώ ο τζίρος το 2022
Όπως προκύπτει από τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας που καταχωρήθηκαν στο ΓΕΜΗ στις αρχές της εβδομάδας, το 2022 ο κύκλος εργασιών της Apivita ανήλθε σε 50,84 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας μια αύξηση της τάξης του 2% σε σχέση με το 2021.
Τα έξοδα διάθεσης αυξήθηκαν κατά 14% και τα έξοδα διοίκησης κατά 12%. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης οφείλεται στη στρατηγική απόφαση της εταιρείας να αλλάξει τον τρόπο διανομής των προϊόντων της στις βασικότερες ευρωπαϊκές χώρες, στοχεύοντας σε μακροπρόθεσμα μελλοντικά οφέλη από την αποτελεσματικότερη διαχείριση των αποθεμάτων και τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας. Η αλλαγή αυτή οδήγησε προσωρινά σε αυξημένα έξοδα αποθήκευσης και διανομής για τη χρήση 2022, ενώ μέρος της αύξησης των εξόδων οφείλεται και στις αυξήσεις που επέφερε η ενεργειακή κρίση.
Τα καθαρά προ φόρων κέρδη της εταιρείας διαμορφώθηκαν σε 1,89 εκατ. ευρώ, έναντι κερδών ύψους 6,34 εκατ. ευρώ το 2021, ενώ το σύνολο της καθαρής θέσης κατά την 31.12.2022 ανέρχεται σε 29,91 εκατ. ευρώ έναντι 28,41 εκατ. ευρώ στην αμέσως προηγούμενη χρήση.
Στη σκιά της πανδημίας…
Όπως επισημαίνει η διοίκηση της Apivita στις οικονομικές καταστάσεις, «το 2022 ήταν μια χρονιά με αρκετές προκλήσεις, αλλά η εταιρεία συνέχισε επιτυχώς την ανάπτυξή της υπερκεράζοντας τις δυσκολίες και πετυχαίνοντας κερδοφόρα αποτελέσματα για ακόμα μία συνεχόμενη χρονιά. Στις αρχές του έτους συνεχίστηκαν, σε ηπιότερο βαθμό, οι επιπτώσεις από τη ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας και οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες τόσο στην Ελλάδα όσο και στις λοιπές χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται η εταιρεία. Με την εξάπλωση των εμβολιασμών παγκοσμίως κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022, οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε σταδιακή άρση κάποιων σχετικών με την πανδημία περιορισμών, γεγονός που επέτρεψε τη σταδιακή ανάκαμψη των εταιρικών μεγεθών».
… της ουκρανικής κρίσης…
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με τη διοίκηση, «τα γεωπολιτικά γεγονότα στην Ουκρανία το 2022, οι στρατιωτικές ενέργειες από τη Ρωσία και η αντίδραση από τις ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ με τη μορφή οικονομικών κυρώσεων, επηρέασαν τις παγκόσμιες αγορές και τις οικονομικές εξελίξεις γενικότερα. Η εταιρεία δεν έχει σημαντικές εμπορικές σχέσεις με την Ουκρανία και τη Ρωσία, επομένως δεν εκτίθεται σε άμεσους κινδύνους όσον αφορά στις λειτουργίες ή την εξάρτησή της από προμηθευτές ή πελάτες στην Ουκρανία και τη Ρωσία».
…και της ενεργειακής κρίσης
Αντιθέτως, όπως αναφέρει η διοίκηση της Apivita «η ενεργειακή κρίση είχε έμμεση επίδραση στην απόδοση της εταιρείας, καθώς επέφερε σημαντική αύξηση στα λειτουργικά κόστη (κόστος ηλεκτρικής ενέργειας / καυσίμων) και κατ’ επέκταση στο κόστος των πρώτων υλών. Σε αυτό το περιβάλλον με την αύξηση του πληθωρισμού να μειώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, η εταιρεία κατάφερε να συνεχίσει την ανάπτυξή της με ρυθμό ελαφρώς μικρότερο από τον αρχικό της προϋπολογισμό. Οι πιθανές μακροχρόνιες επιδράσεις των γεγονότων αυτών δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ακρίβεια αυτή τη στιγμή, ωστόσο η διοίκηση παρακολουθεί το θέμα από κοντά και έχει τα περιθώρια να προσαρμοστεί σε αυτές περαιτέρω, αν κάτι τέτοιο κριθεί αναγκαίο».
Οι πρωτοβουλίες μείωσης του κόστους
Επενδύοντας σε νέα φωτοβολταϊκά συστήματα που τοποθετούνται στις εγκαταστάσεις της, η Apivita στοχεύει στον έλεγχο του κόστους ενέργειας και του κόστους παραγωγής. Μέσα στο 2022 «έτρεξε» επένδυση για τη δημιουργία 3D printing εργαστηρίου με στόχο την ιδιοκατασκευή ανταλλακτικών μερών και καλουπιών, ώστε να μειώσει το κόστος αγοράς τους και να συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της παραγωγικής γραμμής, μειώνοντας έτσι τους χρόνους αποκατάστασης βλαβών.
Πώς ξεκίνησε η πορεία της… ζωής της μέλισσας
«Γεννημένη» στην Αθήνα το 1979 από δυο φαρμακοποιούς πρωτοπόρους στη βιώσιμη ανάπτυξη, τη Νίκη και το Νίκο Κουτσιανά, η Apivita προσφέρει αποτελεσματικά φυσικά προϊόντα για το πρόσωπο, το σώμα και τα μαλλιά.
Το όνομα Apivita προέρχεται από τις λατινικές λέξεις APIS (Μέλισσα) και VITA (Ζωή) και σημαίνει «η ζωή της μέλισσας», ενώ το λογότυπο της εταιρείας είναι εμπνευσμένο από τις «Μέλισσες των Μαλίων», ένα μοναδικό μινωικό κόσμημα από την Εποχή του Χαλκού (1700 π.Χ.). Αναπαριστά δυο μέλισσες που αποθηκεύουν μια σταγόνα μέλι στην κηρήθρα τους, περικλεισμένες μέσα στη λύρα του Απόλλωνα και αποτελεί σύμβολο γονιμότητας, αρμονίας και αειφορίας.
Η εταιρεία έχει έδρα το Βιομηχανικό Πάρκο Μαρκοπούλου Μεσογαίας, ενώ από τον Δεκέμβριο του 2020 το σύνολο των μετοχών της βρίσκονται στον έλεγχο του ισπανικού ομίλου PUIG.
Η PUIG είναι ένας όμιλος που δραστηριοποιείται στο χώρο της μόδας, των αρωμάτων και καλλυντικών με διεθνή παρουσία σε 150 χώρες. Η επένδυση της PUIG στην Apivita έχει στρατηγικό χαρακτήρα, με την έδρα και τη γραμμή παραγωγής της εταιρείας να παραμένουν στην Ελλάδα, αξιοποιώντας πλήρως τις δυνατότητες του ερευνητικού εργαστηρίου και των υπερσύγχρονων εγκαταστάσεων στο Μαρκόπουλο Αττικής.
Σήμερα, η Apivita παράγει στις βιοκλιματικές εγκαταστάσεις της πάνω από 300 φυσικά προϊόντα για την περιποίηση προσώπου, σώματος και μαλλιών, καθώς και αντηλιακής προστασίας. Η εταιρεία δραστηριοποιείται στην αγορά των φαρμακείων, του λιανεμπορίου, του ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce), των ξενοδοχείων και των SPA.