Παρότι οι αναβαθμίσεις στο σκέλος των καθαρών εσόδων από τόκους των ελληνικών τραπεζών μπαίνουν στο τελικό τους στάδιο, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές παραμένουν άκρως θετικές, όπως υποστηρίζει η JP Morgan, με τον αμερικανικό οίκο να επανέρχεται δυναμικά γύρω από την πορεία του κλάδου, διατηρώντας την «overweight» σύσταση, με υψηλότερες τιμές στόχους.
Όπως σημειώνουν οι αναλυτές, οι μετοχές των τεσσάρων συστημικών έχουν καταγράψει μια άκρως υψηλή απόδοση της τάξεως του 52% από τις αρχές του έτους, έναντι 8% και 9% αντιστοίχως για τις ευρωπαϊκές τράπεζες (Stoxx 600 Banks) και τις τράπεζες της ζώνης CEEMEA (Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική), λόγω της σταθερής κερδοφορίας που ξεπέρασε τις εκτιμήσεις των αναλυτών και των αναβαθμίσεων στα EPS (κέρδη ανά μετοχή), υπό το πρίσμα των υψηλών επιτοκίων και της βελτιωμένης δυναμικής της ποιότητας του ενεργητικού.
Με το εγχώριο πολιτικό σκηνικό να έχει ξεκαθαρίσει και τις όποιες αβεβαιότητες να εξαλείφονται, οι αγορές πιθανότατα θα στραφούν προς την προσπάθεια ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία μπορεί να υποστηρίξει τη συμπίεση του κόστους ιδίων κεφαλαίων και να οδηγήσει σε ένα πιο διευρυμένο ενδιαφέρον και μεγαλύτερα flows (ροές κεφαλαίων).
Ενώ στο μέτωπο της κερδοφορίας, οι αναβαθμίσεις που βασίζονται στα καθαρά έσοδα από τόκους πιθανότατα φτάνουν στο τελικό τους στάδιο (μετά από 45% - 21% ανοδικές αναθεωρήσεις στα EPS για το 2023 - 2024 από τις αρχές του έτους), η JP Morgan εκτιμά ότι οι διαρθρωτικές βάσεις του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των πολύ χαμηλών δεικτών δανείων προς καταθέσεις (LDR), το μεγάλο εύρος των καταθέσεων λιανικής και του περιορισμένου ανταγωνισμού, μπορούν να διατηρήσουν σε ένα πιο συγκρατημένο επίπεδο τις μεσοπρόθεσμες πιέσεις στα περιθώρια έναντι τράπεζών σε άλλες περιοχές, υποστηρίζοντας έτσι το «investment case».
Με δείκτη P/TBV (σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας) στο 0,6x για το 2024 και δείκτη P/E (τιμή προς κέρδη) στο 5,4x, ο αμερικανικός οίκος διατηρεί τη σύσταση «overweight» και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, με την Εθνική Τράπεζα να τοποθετείται καλύτερα σε ένα περιβάλλον αυξανόμενου κόστους χρηματοδότησης και τις Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς να αποτελούν τα προτιμώμενα «value plays».
Σε αυτή τη βάση λοιπόν, η JP Morgan αυξάνει τις τιμές στόχους για τις μετοχές των τεσσάρων συστημικών που πλέον διαμορφώνονται στα 2 ευρώ για την Alpha Bank (από 1,50 ευρώ προηγουμένως), στα 1,90 ευρώ για τη Eurobank (από 1,60 ευρώ προηγουμένως), στα 7,30 ευρω για την Εθνική Τράπεζα (από 6,30 ευρώ προηγουμένως) και στα 3,90 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς (από 2,35 ευρώ πρηγουμένως).
Η μακροοικονομική ανάκαμψη υποστηρίζει τις ισχυρές προοπτικές ανάπτυξης
Οι οικονομολόγοι του επενδυτικού οίκου συνεχίζουν να αναμένουν μια παρατεταμένη και ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, έχοντας πλέον κλείσει και το κεφαλαίο των εθνικών εκλογών. Σε συνδυασμό με τα επενδυτικά έργα που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης (RRF), οι αναλυτές αναμένουν ότι ο ακαθάριστος νέος δανεισμός των ελληνικών τραπεζών θα φθάσει στο 14% του ΑΕΠ έως το 2025 από 8% το 2019, κάτι που οδηγεί σε έναν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR) της τάξεως του 6% το 2022 - 2025. Επιπλέον, παρότι οι παγκόσμιες προοπτικές παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες, το εταιρικό σκέλος δανειοδοτήσεων - RRF με έμφαση στην ανάπτυξη και με ελάχιστες έως καθόλου παραδοχές για τυχόν ανάκαμψη στο τμήμα των καταναλωτικών δανείων, καθιστούν την Ελλάδα πιο «άτρωτη» σε ένα περιφερειακό πλαίσιο.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους των ελληνικών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 59% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους, υποστηριζόμενα από την άμεση μετακύλιση των υψηλότερων επιτοκίων από την πλευρά του ενεργητικού και την ακόμα περιορισμένη ανατιμολόγηση των καταθέσεων, κάτι που αποτέλεσε το μεγαλύτερο μέρος των 45% - 21% - 10% αναβαθμίσεων στα EPS (από τις αρχές του έτους) για το 2023 - 2025. Βέβαια, ενώ το ενδιαφέρον μετατοπίζεται ολοένα και περισσότερο σε τυχόν αντιξοότητες γύρω από τα περιθώρια, η JP Morgan εκτιμά ότι οι διαρθρωτικές βάσεις του κλάδου μπορεί να διατηρήσουν τις μεσοπρόθεσμες πιέσεις πιο συγκρατημένες από ό,τι αλλού, με την Εθνική Τράπεζα να βρίσκεται σε μια πιο άνετη θέση, χάρη στο ισχυρό και σταθερό franchise καταθέσεων λιανικής και τη χαμηλότερη αποτελεσματική χρηματοδότηση για την ενίσχυση των περιθωρίων των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL), διαθέτοντας τον υψηλότερο στην κατηγορία δείκτη CET1 (16,5% - 18,6% για το πρώτο τρίμηνο του 2023 - 2025).
«Προτιμήστε την Εθνική στο περιβάλλον υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης - Την Alpha και την Πειραιώς ως «value plays»
Παρά το «ράλι» που έχει καταγραφεί, ο κλάδος εξακολουθεί να διαπραγματεύεται με ένα discount της τάξεως του 26% έναντι των βασικών ευρωπαϊκών τραπεζών και 45% έναντι των τραπεζών της ζώνης CEEMEA σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας. Παρότι οι βραχυπρόθεσμες αναβαθμίσεις στα EPS, υπό τη βάση των καθαρών εσόδων από τόκους πιθανότατα φτάνουν στο τέλος τους, η JP Morgan βλέπει περιθώρια για μια βραχυπρόθεσμη συμπίεση του κόστους ιδίων κεφαλαίων με μια αναβάθμιση της ελλ.ηνικής οικονομίας στο καθεστώς του «investment grade».