Θολό τοπίο αποτελεί η ψηφιοποίηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις με πολλές εξ αυτών να έχουν υιοθετήσει ψηφιακά εργαλεία τα οποία όμως δεν αξιοποιούν σωστά κι άλλες να δρομολογούν ψηφιακές επενδύσεις, χωρίς όμως να προχωρούν σε ακριβή ανάλυση των αποδόσεων τους. Το παραπάνω είναι μερικά από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας που πραγματοποίησε η Grant Thornton σε συνεργασία με τον καθηγητή ηλεκτρονικού επιχειρείν στο τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας της σχολής Διοίκησης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γεώργιο Δουκίδη, και η οποία παρουσιάστηκε χθες, στο ετήσιο τεχνολογικό Forum της Grant Thornton, Future Unfold.
Η έρευνα, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 400 και πλέον επιχειρήσεων διαφόρων κλάδων, με τζίρο άνω των 5 εκατ. ευρώ - μεσαίες δηλαδή αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις για τα δεδομένα της Ελλάδας - ανέλυσε το επίπεδο υιοθέτησης των ψηφιακών τεχνολογιών, τις επενδυτικές τους προθέσεις αλλά και τον βαθμό ωριμότητας όσο αφορά στην υιοθέτηση ψηφιακών λύσεων στην επιχειρηματική τους καθημερινότητα. Διαπίστωσε δε, ότι παρά τα ψηφιακά βήματα της τελευταίας τριετίας και τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε ο κορονοϊος στην συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας του ψηφιακού μετασχηματισμού, η κατάσταση δεν είναι ιδεατή.
Ψηφιοποίηση χωρίς απτά επιχειρηματικά οφέλη
Κι αυτό γιατί ενώ τα 2/3 των επιχειρήσεων χρησιμοποιούν σε υψηλό βαθμό τα ψηφιακά συστήματα μόνο 1 στις 2 επιχειρήσεις τα χρησιμοποιούν με απτά επιχειρηματικά οφέλη, περιορίζοντας την αξιοποίηση των πληροφοριακών τους συστημάτων σε συγκεκριμένα τμήματα της εκάστοτε επιχείρησης. Για την ακρίβεια, όπως επισημαίνει η έρευνα, μόνο 4 στις 10 επιχειρήσεις έχουν αυτοματοποιηθεί και ψηφιοποιήσει τις διαδικασίες σε ένα ικανοποιητικό εύρος επιχειρησιακών λειτουργιών. Αντίστοιχα η ψηφιοποίηση συμβάλει πάρα πολύ στην λήψη καλύτερων αποφάσεων μόνο σε 2 από τις 10 επιχειρήσεις, στη μείωση των εξόδων και στην αύξηση της παραγωγικότητας μόνο στο 15% των επιχειρήσεων ενώ στην αύξηση των πωλήσεων και της ανταγωνιστικότητα μόλις στο 18% των επιχειρήσεων.
Τρανό παράδειγμα της κατ' επίφαση ψηφιοποίησης αποτελoύν τα Data Analytics, με 3 στις 4 επιχειρήσεις να δηλώνουν ότι τα χρησιμοποιούν αλλά 6 στις 10 να αναφέρουν ότι δεν τα χρησιμοποιούν για σαφείς στόχους ενώ 2 στις 10 να δηλώνουν ότι συλλέγουν μεγάλο όγκο δεδομένων από συγκεκριμένες πηγές, αγνοώντας άλλες βασικές όπως τα δημογραφικά δεδομένα ή τα δεδομένα πλοήγησης.
Αμφιβολίες εγείρονται κι ως προς τον σκοπό χρήσης των ψηφιακών αυτών εργαλείων, με την έρευνα να διαπιστώνει ότι δεν εξαντλείται το εύρος των δυνατοτήτων τους. Για παράδειγμα η πλειονότητα των επιχειρήσεων χρησιμοποιεί τα data analytics για να βελτιώσει την παραγωγικότητα και τα έσοδα της, κι όχι για τη λήψη αποφάσεων, την δημιουργία νέων πηγών εσόδων ή την αύξηση του ρυθμού απόκτησης νέων πελατών. Την κατάσταση επιδεινώνει και το γεγονός ότι 7 στις 10 εταιρείες που έχουν εν μέρει ψηφιοποηθεί δεν έχουν μετρήσει την απόδοση των ψηφιακών τους επενδύσεων.
Αποθαρρυντικά είναι και τα στοιχεία ως προς τις πρακτικές κυβερνοασφάλειας και εκπαίδευσης των στελεχών. Ειδικότερα 1 στις 4 επιχειρήσεις δεν ακολουθεί ασφαλείς διαδικασίες για την κυβερνοασφάλεια, τα ευαίσθητα δεδομένα και την αντιμετώπιση απειλών ή την ανάκαμψη από καταστροφές. Αντίστοιχα μόνο 1 στις 2 επιχειρήσεις προχωρά σε τακτική εκπαίδευση των στελεχών της στην ψηφιακή ασφάλεια.
Όσο για σχέδια ψηφιακού μετασχηματισμού φαίνεται να μην έχει το 56% των επιχειρήσεων ενώ μόνο 3 στις 10 επιχειρήσεις σχεδιάζουν να επενδύσουν στην ψηφιοποίηση ή σε πράσινα πρότζεκτς πάνω από 150 χιλ. ευρώ τα επόμενα τρία χρόνια. Η πλειονότητα αυτών μάλιστα δεν σχεδιάζει να δαπανήσει ίδια κεφάλαια, αφού 4 στις 10 επιχειρήσεις σκοπεύουν να αναζητήσουν πόρους από το ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης για την ψηφιοποίησή τους.
Όσο για τις τρεις μεγαλύτερες προκλήσεις που προκύπτουν για την συνέχεια του ψηφιακού μετασχηματισμού των επιχειρήσεων συνοψίζονται στις δεξιότητες, τα απαρχαιωμένα λειτουργικά συστήματα και τις μειωμένες χρηματοδοτικές δυνατότητες, σύμφωνα με την έρευνα.