Θετική αντίδραση στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών αναμένει η Goldman Sachs, μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη Standard & Poor's για την ελληνική οικονομία την Παρασκευή και την επικείμενη αναβάθμιση και των ελληνικών τραπεζών το επόμενο διάστημα.
Καταλυτικό ρόλο στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου στη βαθμίδα «BBB-» με σταθερό outlook διαδραμάτισε η βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας, όπως τονίζει ο οίκος. Αυτή είναι η πρώτη φορά από το 2010 που η Standard & Poor's αξιολογεί και θέτει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ είχε προηγηθεί στις 8 Σεπτεμβρίου, η DBRS και έπεται την 1η Δεκεμβρίου 2023 από τη Fitch (τρέχουσα αξιολόγηση «BB+», ήτοι μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική).
Όπως αναφέρει η Goldman Sachs, η Standard & Poor's είναι ένας από τους τέσσερις μεγάλους οίκους αξιολόγησης (συμπεριλαμβανομένων των Fitch, Moody’s και DBRS), τους οποίους χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για τον καθορισμό των απαιτήσεων, όταν τα κρατικά ομόλογα χρησιμοποιούνται ως εγγύηση. Η αναβάθμιση αυτή θα επιτρέψει φθηνότερες εξασφαλίσεις, όταν τα ελληνικά ομόλογα χρησιμοποιούνται ως εγγύηση από τις τράπεζες στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Επιπλέον, τα ελληνικά ομόλογα θα βρεθούν στους κορυφαίους δείκτες που παρακολουθούν οι μεγαλύτεροι διαχειριστές και τα χαρτοφυλάκια, καθώς για την ένταξη στον δείκτη Bloomberg Barclays, χρειάζονται δύο investment grade αξιολογήσεις από το «αμερικανικό ιππικό» (Moody's, Standard & Poor's και Fitch), για τον iBoxx χρειάζεται αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας κατά μέσο όρο από τους τρεις παραπάνω και για τον FTSE Russell χρειάζεται αναβάθμιση στη βαθμίδα «Α-» τόσο από τη Standard & Poor's όσο και από τη Moody’s. Η αναβάθμιση αυτή θα επιφέρει την ένταξη της Ελλάδας σε ένα ευρύτερο φάσμα ομολογιακών δεικτών, με τον αμερικανικό οίκο να αναμένει ότι η αναθεώρηση της αξιολόγησης από τον οίκο Fitch την 1η Δεκεμβρίου να αποτελέσει σημαντικό «καταλύτη».
Παράλληλα, το spread των εγχώριων κρατικών ομολόγων σε σχέση με το Bund αλλά και το ιταλικό έχει υποχωρήσει τα τελευταία τρία χρόνια, αντανακλώντας τη βελτιωμένη πορεία του δημόσιου χρέους και την εμπιστοσύνη των αγορών στο ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει ξανά την επενδυτική βαθμίδα. Κατά το τελευταίο κλείσιμο, το εγχώριο δεκαετές διαπραγματεύονταν στο 4,3% περίπου, γεγονός που συνεπάγεται ήδη μια χαμηλότερη απόδοση σε σύγκριση με τα ιταλικό, στο 4,9%.
Ωστόσο, η συμπίεση των spreads των τραπεζικών ομολόγων έχει μείνει πίσω σε σχέση με τα κρατικά τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω της χαμηλότερης ρευστότητας, σύμφωνα με τους αναλυτές. Υπό αυτό το πρίσμα, η τελευταία αναβάθμιση μπορεί να επιτρέψει μια φθηνότερη χρηματοδότηση για τις ελληνικές τράπεζες, κάτι που κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό ως προς τις μελλοντικές εκδόσεις επιλέξιμων ομολόγων MREL των ελληνικών τραπεζών.