Ένα εντελώς νέο τοπίο διαμορφώνεται στις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες στη σκιά των ραγδαίων εξελίξεων που σημειώνονται τα τελευταία χρόνια και οι οποίες αλλάζουν άρδην τις ισορροπίες.
H ιχθυοκαλλιέργεια αποτελεί άλλωστε έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ενώ διαθέτει τα εχέγγυα για να στηρίξει την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας στη μετά την πανδημία εποχή. Δεν είναι μάλιστα λίγοι εκείνοι που κάνουν λόγο για ένα πραγματικό success story της ελληνικής οικονομίας.
Βέβαια, παρά τη μεγάλη δυναμική που εμφανίζει, το ελληνικό ψάρι έχει περάσει από σαράντα κύματα στη σκιά των απανωτών κρίσεων που έχουν πλήξει την οικονομία, με τους βασικούς «παίκτες» του κλάδου να βρίσκονται αντιμέτωποι με αρκετές φουρτούνες.
Στα «δίχτυα» των πληθωριστικών πιέσεων
Τα τελευταία χρόνια ο κλάδος βιώνει έντονα τους κραδασμούς της ενεργειακής κρίσης και δη των επιπτώσεών της σε όλη την παραγωγική και εφοδιαστική αλυσίδα, του παρατεταμένου πολέμου στην Ουκρανία, της ραγδαίας αύξησης του κόστους παραγωγής, καθώς και των έντονων πληθωριστικών πιέσεων.
Σύμφωνα με την έκθεση υδατοκαλλιέργειας την οποία εκδίδει η Ελληνική Οργάνωση Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ), το 2023 εκτιμάται πως η ελληνική παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού θα κυμανθεί στους 125.000 τόνους. Ωστόσο φέτος έχει γίνει εμφανής η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών σε βασικές αγορές στην Ε.Ε. και η στροφή τους σε φτηνότερα προϊόντα, επηρεάζοντας την πορεία των ελληνικών εξαγωγών, η οποία παρουσιάζει πτωτική τάση. Ταυτόχρονα παρατηρούνται διακυμάνσεις στις τιμές, ιδίως για την τσιπούρα, γεγονός που αναμένεται να συγκρατήσει την αναπτυξιακή πορεία του κλάδου. Ενδεικτικό είναι δε ότι το 2022 το κόστος παραγωγής ανά κιλό προϊόντος αυξήθηκε κατά 10%.
Την ίδια χρονιά ο όγκος παραγωγής ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 137.000 τόνους αξίας 744 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 1% ως προς τον όγκο και 14% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το προηγούμενο έτος (135.107 τόνοι αξίας 652,45 εκατ. ευρώ). Η τσιπούρα και το λαβράκι αποτελούν το 92% της παραγωγής και το υπόλοιπο 8% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί. Πιο συγκεκριμένα, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε σε 126.700 τόνους (72.700 τόνοι τσιπούρας και 54.000 τόνοι λαβρακιού) συνολικής αξίας σχεδόν 692 εκατ. ευρώ.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΟΠΥ, στον κλάδο δραστηριοποιούνται 73 εταιρείες και όμιλοι με 285 μονάδες (πλωτές εγκαταστάσεις) εκτροφής θαλάσσιων μεσογειακών ιχθύων. Το 63% των εταιρειών είναι μικρομεσαίες και οικογενειακές εταιρείες με παραγωγή έως 500 τόνους ετησίως. Σχεδόν το 78% των μονάδων είναι χωροθετημένες σε τρεις αποκεντρωμένες διοικήσεις και συγκεκριμένα της Πελοποννήσου – Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, της Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας και του Αιγαίου. Σε αυτές τις τρεις αντιστοιχεί σχεδόν το 87% των μισθωμένων εκτάσεων και εκτρέφεται σχεδόν το 82% της ελληνικής παραγωγής.
Σύμφωνα με την ΕΛΟΠΥ, δεν είναι ακόμη σαφές πότε θα ισορροπήσει η αγορά και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις στην ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια καθώς όλα θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την ένταση της τρέχουσας κρίσης.
Οι βασικοί «παίκτες» του κλάδου
Δύσκολες ώρες βιώνει ο ισχυρότερος «παίκτης» του κλάδου που δεν είναι άλλος από την Avramar. Ήταν στα τέλη Ιανουαρίου του 2021 όταν ανακοινώθηκε η «γέννησή» της μέσω της συγχώνευσης του ομίλου Andromeda και των εταιρειών Νηρέας, Σελόντα και Περσεύς. Τέσσερις ισχυροί «παίκτες» του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας αποφάσισαν να ενώσουν δυνάμεις και να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού στα ελληνικά ψάρια. Η έδρα του ομίλου Avramar είναι στη Βαλένθια, ενώ ιδιοκτήτες του είναι το αμερικανικό fund Αmerra Capital Μanagement και το Mubadala Investment, το κρατικό fund του Αμπού Ντάμπι. Τελικά η συγχώνευση των τεσσάρων ισχυρών «παικτών» δεν αποδείχθηκε ικανή να αλλάξει τις ισορροπίες. Σήμερα, ο όμιλος Avramar κινδυνεύει να «πέσει στα βράχια», αναζητώντας νέο γύρο χρηματοδότησης, ενώ την ίδια ώρα οι πιστώστριες τράπεζες αναζητούν στρατηγικό επενδυτή προκειμένου να ξεκινήσει η διαδικασία πώλησης. Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη μέρα της Avramar αναμένεται να αλλάξει τους συσχετισμούς στον κλάδο.
Την ίδια στιγμή, πλώρη για να αναδειχθεί σε κορυφαίο brand του κλάδου έχει βάλει η εταιρεία ιχθυοκαλλιέργειας Philosofish που σήμερα αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο ιχθυοκαλλιεργητή της Μεσογείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον πέμπτο μεγαλύτερο διεθνώς. Υπό το πρίσμα αυτό δεν είναι τυχαίο ότι το business plan της εταιρείας για τη διετία 2022-2023 περιλαμβάνει επενδύσεις περίπου 17 εκατ. ευρώ που αφορούν σε ιχθυογενετικές μονάδες, σταθμούς, συσκευαστήρια, μηχανήματα, τεχνολογία, νέα σκάφη συλλογής ψαριών, πιστοποίηση και εκσυγχρονισμό.Υπενθυμίζεται εδώ ότι η εταιρεία ξεκίνησε τη δραστηριότητά της στον κλάδο της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας το 2015 όταν το επενδυτικό fund Diorasis, ελληνικών συμφερόντων, εξαγόρασε τις Υδατοκαλλιέργειες «Μπιτσάκος». Δεύτερος μεγάλος σταθμός για την ανάπτυξη της εταιρείας ήταν η απόκτηση το 2019 των περιουσιακών στοιχείων των εταιρειών Νηρεύς και Σελόντα όταν αυτές συγχωνεύθηκαν με την Andromeda. Πλέον η παραγωγή της αγγίζει τους 20.000 τόνους ετησίως και διοχετεύει τα προϊόντα της σε 27 χώρες με σημαντικότερες την Ιταλία και την Ισπανία οι οποίες απορροφούν πάνω από το 50% της παραγωγής. Το 2022 η Philosofish παρουσίασε πωλήσεις 100 εκατ. ευρώ ενώ εφέτος εκτιμάται ότι θα ανέλθουν στα 125 εκατ. ευρώ. Η εταιρεία είναι αμιγώς εξαγωγική με το 90% της παραγωγής να διοχετεύεται στο εξωτερικό.
Στο μεταξύ στις αρχές της εβδομάδας φέρεται να οριστικοποιήθηκε η απόκτηση της εταιρείας Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες από την εταιρεία παραγωγής ιχθυοτροφών Ίριδα, με την τελευταία να αποκτά το 83,5% της Γαλαξίδι και να εισέρχεται δυναμικά και στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας. Πρόκειται για μια συμφωνία που αλλάζει τον χάρτη των ιχθυοκαλλιεργειών στη χώρα μας, ανατρέποντας τις μέχρις στιγμής ισορροπίες.
Η Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες ιδρύθηκε το 1987, ενώ χαρακτηρίζεται έργο ζωής της Νάνσυ Παντελεημονίτου, η οποία έχει αφιερώσει την καριέρα της στην παραγωγή και την εξαγωγή φρέσκων ψαριών σε όλο τον κόσμο. Ήταν πριν 35 χρόνια όταν η νορβηγική εταιρεία Marine Farms SA της ζήτησε να βρει στην Ελλάδα κατάλληλες περιοχές για υδατοκαλλιέργειες. Έτσι, από την αρχή, η διαίσθηση και η φυσική της περιέργεια την οδήγησαν στην ανακάλυψη τοποθεσιών γύρω από το Γαλαξίδι και η κυρία Παντελεημονίτου ανέλαβε καθήκοντα Διευθύνουσας Συμβούλου της νέας εταιρείας. Το 1995 όταν οι εταίροι αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη Γαλαξίδι Θαλάσσιες Καλλιέργειες, η ίδια αγόρασε την επιχείρηση και ανέλαβε τη συνέχισή της. Σήμερα ο όμιλος διαθέτει οκτώ πλωτές παραγωγικές μονάδες – εγκαταστάσεις πάχυνσης ιχθυοπληθυσμού στο νομό Φωκίδας, μια στο νομό Βοιωτίας και μια στην L’Ametlla de Mar στην επαρχία Ταραγόνα στην Ισπανία, δύο ιχθυογεννητικούς σταθμούς στο Γαλαξίδι και στη Δεσφίνα, ένα σύγχρονο συσκευαστήριο στο Γαλαξίδι Φωκίδαςαθώς και ένα σύγχρονο συσκευαστήριο στην L’Ametlla de Mar. Η συνολική παραγωγική δυναμικότητα νωπών ψαριών μεσογειακής ιχθυοκαλλιέργειας (τσιπούρα, λαβράκι κλπ) ανέρχεται σε 15.374 τόνους ετησίως και η δε παραγωγική δυναμικότητα ιχθυδίων των ιχθυογεννητικών σταθμών ανέρχεται σε 47 εκατ. ιχθύδια ανά έτος.
Η Ίριδα ιδρύθηκε το 2008 στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας όταν οι Χρήστος Γκογκορώσης και Νίκος Παπαϊωάννου αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους με όραμα να ιδρύσουν μια εταιρεία που θα παράγει κορυφαίας ποιότητας ιχθυοτροφές και θα προσφέρει εξειδικευμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες.
Το πρώτο deal του κλάδου ήρθε, ωστόσο, τον περασμένο Μάρτιο. Τότε έγινε γνωστό πως η εταιρεία Ιχθυοτροφεία Κεφαλονιάς που ανήκε στην οικογένεια Γερουλάνου πέρασε στον έλεγχο της ισπανικής εταιρείας Grupo Profand, η οποία απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών και δη το 60%, με το υπόλοιπο 40% να παραμένει στην οικογένεια Γερουλάνου. Τα ιχθυοτροφία Κεφαλονιάς δημιουργήθηκαν το 1981 από τον Μαρίνο Γερουλάνο, πατέρα του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ και στελέχους του ΚΙΝΑΛ, Παύλου Γερουλάνου. Η εταιρεία σήμερα διαθέτει τέσσερις μονάδες και δύο συσκευαστήρια.
Σε κάθε περίπτωση, οι ευρείες ανακατατάξεις που καταγράφονται στον κλάδο, με επίκεντρο την επόμενη μέρα των μεγάλων «παικτών» που δραστηριοποιούνται στο χώρο, αναμένεται να οδηγήσουν στη δημιουργία ενός εντελώς διαφορετικού σκηνικού.