Προχωρά το σχέδιο της ΔΕΗ να εγκαταστήσει μία μονάδα αντλησιοταμίευσης ισχύος 148 MW στο πρώην λιγνιτωρυχείο Καρδιάς στην Κοζάνη καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες του Insider.gr, η επιχείρηση προγραμματίζει σε ένα περίπου έτος από σήμερα να προχωρήσει στην προκήρυξη του έργου.
Για να γίνει η προκήρυξη, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν «κλειδώσει» οι τεχνικές προδιαγραφές, καθώς και ο σχεδιασμός του έργου. Για αυτό τον σκοπό, η ΔΕΗ «τρέχει» ήδη διαγωνισμό για την πρόληψη ειδικού συμβούλου, ο οποίος θα αναλάβει και τη μελέτη σκοπιμότητας. Οι προσφορές στον διαγωνισμό θα κατατεθούν μέχρι τις 15 Μαρτίου, ενώ παράλληλα η επιχείρηση διεξάγει τις απαιτούμενες μελέτες ευστάθειας του ηλεκτρικού συστήματος, ώστε να παράσχει στον σύμβουλο τα στοιχεία που θα χρειαστεί για να οριστικοποιήσει κάθε παράμετρο της μονάδας.
Η επένδυση για τον αντλησιοταμιευτικό σταθμό εκτιμάται σε 170-180 εκατ. ευρώ. Όπως δείχνει η διεθνής πρακτική, τα έργα αυτής της κατηγορίας χρειάζονται περίπου 3 χρόνια για να ολοκληρωθούν.
Επενδυτικό μπαράζ στην αντλησιοταμίευση
Όπως έχει γράψει το Insider.gr, το έργο στο ορυχείο Καρδιάς αποτελεί το πιο ώριμο από τα πέντε συνολικά ανάλογα πρότζεκτ που δρομολογεί η ΔΕΗ και τα οποία αθροίζουν σε συνολική ισχύ περίπου 1.400 MW και σε επενδυτικά κεφάλαια το 1 δισ. ευρώ περίπου. Τα συστήματα αυτά λειτουργούν σαν «φυσικές μπαταρίες», προσφέροντας τη δυνατότητα για μαζική αποθήκευσης μακράς διάρκειας (πάνω από 6 ώρες) «καθαρής» ενέργειας. Χάρις στην αποθήκευση μακράς διάρκειας, εξασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή διείσδυση των ΑΠΕ στο μίγμα, «μετατοπίζοντας» την κατανάλωση «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής σε άλλα χρονικά διαστήματα της ημέρας.
Η αντλησιοταμίευση συμπληρώνει τον ρόλο των μπαταριών, οι οποίες προσφέρουν βραχυχρόνια αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας (κατά κανόνα 2-4 ώρες). Για να λειτουργήσουν ως «φυσικές μπαταρίες», χρησιμοποιούν δύο ταμιευτήρες με διαφορά υψομέτρου. Όταν υπάρχει περίσσεια ενέργειας στο ηλεκτρικό σύστημα, η ενέργεια αυτή χρησιμοποιείται για να αντλήσει νερό από τον κάτω προς τον άνω ταμιευτήρα.
Όταν υπάρχει υψηλή ζήτηση για ενέργεια, το νερό απελευθερώνεται για να κινηθεί προς τον χαμηλότερο ταμιευτήρα, παράγοντας με αυτό τον τρόπο υδροηλεκτρική ενέργεια. Επομένως, τότε το έργο λειτουργεί όπως ένας συμβατικός υδροηλεκτρικός σταθμός. Έτσι, ένα έργο αντλησιοταμίευσης αποθηκεύει προσωρινά ηλεκτρική ενέργεια που «περισσεύει» στο σύστημα – και η οποία προέρχεται από μονάδες ΑΠΕ, που λειτουργούν όταν υπάρχει αιολικό ή ηλιακό δυναμικό, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι εκείνη τη στιγμή ζήτηση για να καλύψουν.
Αυτή η περίσσεια ηλεκτρικής ενέργειας, αντί να πάει χαμένη, αποθηκεύεται προσωρινά στις «φυσικές μπαταρίες». Επομένως, είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε υδροηλεκτρική ενέργεια, για να παραχθεί εκ νέου ηλεκτρισμός.
Ενεργειακό κέντρο ο πρώην ΑΗΣ Καρδιάς
Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέρα από τα ενεργειακά οφέλη, οι επενδύσεις στην αντλησιοταμίευση έχουν θετικό «αποτύπωμα» και στην εθνική οικονομία. Ο βασικός λόγος είναι πως πρόκειται για έργα με μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία, τα οποία δημιουργούν επίσης εκατοντάδες θέσεις εργασίας κατά την κατασκευή τους.
Επίσης, για τη λειτουργία μίας «φυσικής μπαταρίας» απασχολείται ένας σημαντικός αριθμός προσωπικού, ενισχύοντας έτσι την τοπική απασχόληση. Μάλιστα, οι μονάδες έχουν μεγάλη διάρκεια «ζωής», πάνω από 50 χρόνια. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό για τις πρώην λιγνιτικές περιοχές, όπου οι εν λόγω επενδύσεις θα συμβάλουν και στην αναπτυξιακή στήριξή τους.
Επίσης, η αισθητική αναβάθμιση των αντίστοιχων περιοχών των πρώην λιγνιτωρυχείων, όπου θα δημιουργηθούν οι ταμιευτήρες των μονάδων, δίνει τη δυνατότητα για ευρύτερες επιχειρηματικές συνέργειες, δημιουργώντας για παράδειγμα ευκαιρίες για ανάπτυξη δραστηριοτήτων αγροτουρισμού.
Παράλληλα, το έργο στο Ορυχείο Καρδιάς θα πλαισιωθεί με νέες υποδομές στις εγκαταστάσεις των πρώην λιγνιτικών μονάδων στον ομώνυμο Ατμοηλεκτρικό Σταθμό, οι οποίες επίσης απαντούν στις ανάγκες που δημιουργεί η ενεργειακή μετάβαση. Μία τέτοια υποδομή είναι ο Σταθμός Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), ο οποίος θα υποστηρίξει τη λειτουργία του συστήματος τηλεθέρμανσης της ευρύτερης περιοχής (Αμύνταιο, Πτολεμαΐδα, Κοζάνη), μετά και την παύση λειτουργίας των τοπικών λιγνιτικών μονάδων.
Παράλληλα, σε εξέλιξη βρίσκεται η διαγωνιστική διαδικασία, ώστε οι γεννήτριες των λιγνιτικών μονάδων ΙΙΙ και IV να μετατραπούν σε σύγχρονους πυκνωτές. Διεθνώς, στόχος της εγκατάστασης πυκνωτών είναι να αντιμετωπιστούν προβλήματα (άεργος ισχύς) που δημιουργούνται στο ηλεκτρικό σύστημα, με την αντικατάσταση συμβατικών μονάδων παραγωγής από ορυκτά καύσιμα, με «πράσινες» μονάδες οι οποίες συνοδεύονται από ηλεκτρονικά (inverters) τα οποία λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο.
Τα σχέδια για την αντλησιοταμίευση
Την ίδια στιγμή, η ΔΕΗ συνεχίζει να ωριμάσει και τα υπόλοιπα τέσσερα πρότζεκτ αντλησιοταμίευσης που έχει στα σκαριά. Όπως έχει γράψει το Insider.gr, τα δύο προορίζονται επίσης για πρώην λιγνιτωρυχεία, στη Μεγαλόπολη (ισχύος 183 MW) και στη Μαυροπηγή στη Δυτική Μακεδονία.
Μεγαλύτερης ισχύος, 460 MW το καθένα, είναι τα δύο υπόλοιπα έργα. Το ένα σχεδιάζεται να κατασκευαστεί στη Σφηκιά, σε σχετικά μικρή απόσταση από την υφιστάμενο αντλησιοταμιευτικό σταθμό. Η τέταρτη φυσική μπαταρία προορίζεται να αναπτυχθεί στη λίμνη Βεγορίτιδα.
Υπενθυμίζεται ότι στο draft του επικαιροποιημένου Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), προβλέπεται η λειτουργία συστημάτων αντλησιοταμίευσης συνολικής ισχύος 2.200 MW έως το 2030, τα οποία συνδυαστικά με τους συμβατικούς συσσωρευτές, θα στηρίξουν την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο 79% στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Αυτή τη στιγμή, λειτουργούν δύο αντλησιοταμιευτικές μονάδες της ΔΕΗ, το έργο της Σφηκιάς στον Αλιάκμονα (συνολικής ισχύος 315 MW) και του Θησαυρού στον Νέστο (381 MW). Υπό κατασκευή βρίσκεται η τρίτη «φυσική μπαταρία» στη χώρα μας, στην Αμφιλοχία από την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, ισχύος 680 MW.
Με δεδομένο ότι τα έργα αυτά αθροίζουν ισχύ 1.370 MW περίπου, απομένει ένα «κενό» πάνω από 830 MW σε «φυσικές μπαταρίες», ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030. Κάτι που σημαίνει ότι οι επενδύσεις της ΔΕΗ υπόσχονται να καλύψουν μία βασική προϋπόθεση για την «πράσινη στροφή» του εγχώριου ενεργειακού μίγματος.