Η HSBC επικράτησε των προβλέψεων της αγοράς για έσοδα και κέρδη του πρώτου τριμήνου την Τρίτη, ενώ παράλληλα έπιασε εξαπίνης τους πάντες, ανακοινώνοντας την αιφνιδιαστική αποχώρηση του Διευθύνοντος Συμβούλου του Ομίλου, Νόελ Κουίν που συνταξιοδοτείται. Τα τριμηνιαία έσοδα της βρετανικής τράπεζας ανήλθαν στα 20,8 δισ. δολάρια, αυξημένα κατά 3% σε σχέση με το 2023 και πάνω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών για 16,94 δισ. δολάρια.
Τα κέρδη προ φόρων την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου άγγιξαν τα 12,65 δισ. δολάρια, σημειώνοντας πτώση περίπου 2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που έφτασαν τα 12,89 δισεκατομμύρια δολάρια, ωστόσο ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις των οικονομολόγων για 12,61 δισ. δολ. Τα κέρδη μετά φόρων μειώθηκαν στα 10,84 δισ. δολάρια - χαμηλότερα από τα 11,03 δισ. του πρώτου τριμήνου του 2023.
Η HSBC, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης από άποψη ενεργητικού, ενέκρινε ένα πρώτο ενδιάμεσο μέρισμα 10 σεντ ανά μετοχή, καθώς και ειδικό μέρισμα 21 σεντ ανά μετοχή, μετά την ολοκλήρωση της πώλησης των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων της στον Καναδά, ενώ γνωστοποίησε επίσης την αποχώρηση του Νόελ Κουίν, που συνταξιοδοτεί όντας στο τιμόνι της για σχεδόν μια πενταετία.
«Το Διοικητικό Συμβούλιο θα ήθελε να αποτίσει φόρο τιμής στην ηγεσία της εταιρείας από τον Nόελ, ο οποίος είχε μια μακρά και ξεχωριστή καριέρα 37 ετών στην Τράπεζα και είμαστε πολύ ευγνώμονες για τη σημαντική συνεισφορά του εδώ και πολλά χρόνια», υπογράμμισε ο Πρόεδρος του Ομίλου, Μαρκ Τάκερ με δήλωσή του.
«Κατά τη διάρκεια της θητείας του, η HSBC σημείωσε κέρδη - ρεκόρ και τις ισχυρότερες αποδόσεις σε πάνω από μια δεκαετία», επεσήμανε από την πλευρά της η Αϊλίν Τέιλορ, επικεφαλής διακυβέρνησης στην HSBC. Ο Κουίν θα παραμείνει Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου καθώς η τράπεζα ξεκινά τη διαδικασία αναζήτησης του διαδόχου του.
Επίσης, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο, ένα μέτρο της κερδοφορίας του δανεισμού, μειώθηκε στο 1,63% — έναντι 1,69% πριν από ένα χρόνο, ενώ η HSBC επανεπιβεβαίωσε τις προοπτικές της για το 2024, στοχεύοντας σε καθαρά τραπεζικά έσοδα από τόκους τουλάχιστον 41 δισ. δολαρίων, με την επιφύλαξη των παγκόσμιων συνθηκών που επικρατούν σε αγορές και οικονομία.