Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσισε την Πέμπτη υπέρ της Intel, τερματίζοντας μία δικαστική μάχη δύο δεκαετιών με τις αντιμονοπωλιακές αρχές της ΕΕ που είχε οδηγήσει σε πρόστιμο ρεκόρ ύψους 1,06 δισ. ευρώ.
Το δικαστήριο έκρινε ότι οι ρυθμιστικές αρχές απέτυχαν να αποδείξουν ότι η αμερικανική τεχνολογική εταιρεία χορήγησε παράνομες εκπτώσεις σε κατασκευαστές ηλεκτρονικών υπολογιστών ώστε να αγοράζουν τα περισσότερα από τα τσιπ τους από την Intel, εις βάρος του ανταγωνιστή της Advanced Micro Devices. Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου είναι σύμφωνη με μια απόφαση που είχε ληφθεί πριν δύο χρόνια, η οποία ακύρωσε μέρος του πορίσματος του 2009 της Κομισιόν που κατηγορούσε την Intel για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά.
Η Επιτροπή άσκησε τότε έφεση στην πρώτη μεγάλη ήττα της σε αντιμονοπωλιακή υπόθεση σε διάστημα πάνω από 20 χρόνια ισχυριζόμενη ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ ήταν γεμάτη λάθη.
Από τη μεριά της η Intel δήλωσε «ευχαριστημένη» με την ετυμηγορία και που επιτέλους αφήνει πίσω της αυτό το μέρος της υπόθεσης». Ωστόσο, η Κομισιόν δήλωσε ότι « θα εξετάσει προσεκτικά την απόφαση».
Παρά η εν λόγω «νίκη» της Intel δεν σηματοδοτεί και το τέλος της υπόθεσης. Εκκρεμεί ακόμη η απόφαση για μία άλλη δικαστική μάχη στην οποία εμπλέκονται τα δύο μέρη, μετά την επιβολή ενός νέου προστίμου 376,36 εκατ. ευρώ από την Κομισιόν πέρσι. Το πρόστιμο αφορά το πώς η Intel πλήρωσε κατασκευαστές για να σταματήσουν την κυκλοφορία προϊόντων που περιείχαν τσιπ ανταγωνιστών που επίσης αντιτίθεται στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία της ΕΕ.
Εκτός από την αμφισβήτηση του προστίμου, η Intel έχει μηνύσει την Επιτροπή και ζητά τόκους επί του αρχικού προστίμου.
Κατά τη διάρκεια της αντιμονοπωλιακής της έρευνας που προηγήθηκε της απόφασης του 2009, η Επιτροπή ισχυρίστηκε ότι η Intel προσπαθούσε να επιβληθεί στον ανταγωνισμό δίνοντας εκπτώσεις σε κατασκευαστές ηλεκτρονικών υπολογιστών από το 2002 έως το 2005 - εάν αγόραζαν τουλάχιστον το 95% των τσιπ Η/Υ από την Intel. Ακόμη, σύμφωνα με την Κομισιόν, η Intel επέβαλε «περιοριστικούς όρους» για το υπόλοιπο 5%, που προμηθεύονταν από την AMD.