Περαιτέρω αναβαθμίσεις για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες φαίνεται πως «ξεκλειδώνει» σταδιακά η ταχύτερη αποαναγνώριση των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs) σε συνδυασμό με την υψηλή και βιώσιμη κερδοφορία και τη δυναμική των ισολογισμών.
Κάθε μία εκ των τεσσάρων τραπεζών ανακοίνωσε τον οδικό της χάρτη, βάσει του οποίου θα πετύχει αποαναγνώριση του DTC ως το 2034, προχωρώντας σε εποπτικές προσαρμογές. Σύμφωνα με το μηχανισμό, οι τράπεζες θα «καίνε» πρόσθετο DTC από τα εποπτικά κεφάλαια, που αντιστοιχεί στο 29% των κερδών που θα διανέμουν προς τους μετόχους, μέσω μερίσματος και buyback. Ταυτόχρονα θα συνεχίσουν να αποσβένουν απαίτηση DTC μέσω της υποχρέωσης πληρωμής φόρου.
«Credit positive» η ταχύτερη αποαναγνώριση DTC
Σύμφωνα με τα όσα διαπιστώνει o Νώντας Νικολαΐδης, επικεφαλής της Moody's για τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, «η επιτάχυνση της απόσβεσης του DTC είναι σαφώς credit positive (πιστωτικά θετική εξέλιξη) από τη δική μας οπτική γωνία, καθώς αναμένουμε σταδιακή βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών σε μικρότερο χρονικό διάστημα από τον αρχικό σχεδιασμό (έως το 2034 ή και νωρίτερα, σε σύγκριση με το 2041 προηγουμένως). Ουσιαστικά, οι τράπεζες θα αξιοποιούν τμήμα της κερδοφορίας τους που δεν θα καταβάλλεται ως μέρισμα για να αποσβέσουν ένα επιπλέον ποσό DTC κάθε χρόνο, αντί να το συσσωρεύουν ως πρόσθετο κεφάλαιο».
Όπως συμπληρώνει ο ίδιος αυτή η προσέγγιση δεν θα έχει κάποιον αρνητικό αντίκτυπο στα επίπεδα κεφαλαίου των τραπεζών, απλώς θα περιορίσει την οργανική παραγωγή κεφαλαίου τους. Δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει «υγιείς» μετρήσεις σε εποπτικά κεφάλαια, και σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικά υψηλότερες από τις κεφαλαιακές τους απαιτήσεις, αυτό δεν σηματοδοτεί κάτι ανησυχητικό από την πλευρά της Moody's. Εφόσον η αναλογία DTC στην κεφαλαιακή διάρθρωση των τραπεζών μειώνεται σταδιακά και οι εποπτικοί κεφαλαιακοί δείκτες (ειδικά ο δείκτης CET1) παραμένουν σε «υγιή» επίπεδα, αυτό θα αποτελέσει «credit positive» για τις ελληνικές τράπεζες.
Οι επιδόσεις του τρίτου τριμήνου και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες ευθυγραμμίζονται με τις προσδοκίες του οίκου, υπό τη βάση της ισχυρής ανάπτυξης της οργανικής κερδοφορίας και των περαιτέρω οριακών βελτιώσεων στην ποιότητα του ενεργητικού τους.
«Η θετική δυναμική διατηρείται καθώς οι περισσότερες τράπεζες ανακοίνωσαν καλύτερα του αναμενόμενου αποτελέσματα ή αναθεώρησαν προς τα πάνω την καθοδήγησή τους. Παρακολουθούμε από κοντά την ανθεκτικότητα της κερδοφορίας καθώς τα επιτόκια αρχίζουν να αποκλιμακώνονται και την ικανότητα των τραπεζών να διατηρούν χαμηλά τις εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Από αυτή την άποψη, τα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου ήταν θετικά», αναφέρει ο Pierre Hollegien υπεύθυνος της Standard & Poor's για τις ελληνικές τράπεζες, στο insider.gr.
Ο ίδιος συμπληρώνει πως ο οδικός χάρτης για την ταχύτερη αποσβέσεων των DTCs αποτελεί θετική εξέλιξη αν και η πλήρης απόσβεση θα διαρκέσει ακόμη περίπου μια δεκαετία εάν όλα κινηθούν όπως έχουν προγραμματιστεί. «Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να χρειαστεί λίγος περισσότερος χρόνος για να αξιολογήσουμε και να θεωρήσουμε ότι τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών είναι ισάξια με τα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών που κατέχουν υψηλότερη αξιολόγηση» σημειώνει ο Hollegien.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και ο Andrea Costanzo, επικεφαλής της DBRS για τις ελληνικές τράπεζες, ο οποίος θεωρεί τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων μέσω της επιτάχυνσης αποαναγνώρισης DTC (η ποιότητα κεφαλαίων παραμένει σχετικά αδύναμη αυτού) ως έναν από τους παράγοντες που θα λειτουργήσουν ευεργετικά στις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
Ο Costanzo στέκεται ιδιαιτέρως στην ανάγκη διαφοροποίησης των business models και της ροής εσόδων- χωρίς να επηρεάζονται σημαντικά τα προφίλ κινδύνου – παράγοντες που επίσης θα υποστηρίξουν τις αξιολογήσεις. Αν και η DBRS αξιολογεί θετικά τις τάσεις που παρατηρούνται στα καθαρά έσοδα από προμήθειες των ελληνικών τραπεζών, ειδικά σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων, δεν παύει να υπογραμμίζει την υστέρηση αυτών σε asset management, επενδύσεις και bancassurance έναντι των ευρωπαϊκών (στο μέτριο 18% των συνολικών εσόδων το εννεάμηνο κατά μέσο όρο) με μεγαλύτερη συνεισφορά από την παραδοσιακή τραπεζική και τις υπηρεσίες πληρωμών.
Έδωσαν σε DTC, κέρδισαν σε payouts
Εάν μια τράπεζα κλείσει το 2025 με καθαρά κέρδη 1 δισ. ευρώ και λάβει έγκριση από τον επόπτη για payout στο 50% (μέσω διανομή μερίσματος ή split και υπό τη μορφή buyback), θα «κάψει» εποπτικό κεφάλαιο 145 εκατ. ευρώ. Αν ο «πήχης» ανέβει στο 60%, η εποπτική προσαρμογή ανεβαίνει στα 174 εκατ. ευρώ, με επίπτωση 5 μονάδων βάσης περίπου σε δείκτη CET1 (αναφέρει η Εθνική).
Το γκρουπ των Εθνική - Eurobank, υπό το πρίσμα της υψηλότερης κεφαλαιακής βάσης και της ισχυρής παραγωγής κεφαλαίου, δύναται να αποσβέσει ταχύτερα το DTC, ανεβάζοντας περαιτέρω τα επίπεδα payout.
Η Εθνική αναμένει οργανική παραγωγή κεφαλαίου άνω των 500 μονάδων βάσης στην τριετία (2024 - 2026) και δείκτη CET1 άνω του 23% μέχρι τα τέλη του 2026, χωρίς το πλαίσιο ανταμοιβής των μετόχων. Σύμφωνα με τη διοίκηση, θα προκύψει κεφαλαιακό πλεόνασμα της τάξεως των 900 μονάδων υπό το χαμηλό εποπτικό όριο του 14% σε CET1 που μπορεί να στραφεί προς τη διανομή μερίσματος, buyback ή και σε άλλες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Στο εννεάμηνο ο δείκτης CET1 της ΕΤΕ διαμορφώθηκε στο 18,7% (19,7% pro forma για ελάφρυνση RWA) έχοντας λάβει πρόβλεψη για διανομή του 40% των κερδών της τρέχουσας χρήσης, με το DTC στα 3,5 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί περίπου στο 49% του CET1.
Για την Eurobank, ο δείκτης CET1 στο τρίτο τρίμηνο διαμορφώθηκε στο 17,8% (pro forma για τιτλοποίηση «Solar» συναλλαγή NPEs «Leon»). Λαμβάνοντας πρόβλεψη για payout στο 40% από τα κέρδη της φετινής χρήσης, ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται στο 16,9% (επίπτωση 90 μονάδες βάσης). Το DTC διαμορφώνεται στα 3,1 δισ. ευρώ καλύπτοντας το 36% του CET1. Μέσω της γραμμικής απόσβεσης η Eurobank «έκαιγε» 190 εκατ. ετησίως ανεξαρτήτως κερδοφορίας. Από το 2025 θα προστεθεί το 29% του δομολογούμενου payout, με επίπτωση σε επίπεδο εποπτικού κεφαλαίου της τάξεως των 15 - 20 μονάδες βάσης περίπου. Εθνική και Eurobank για να «κάψουν» κεφάλαια CET1 αναμένεται να προχωρήσουν σε νέες ομολογιακές εκδόσεις για την ενίσχυση των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL), αλλά με χαμηλότερο κόστος λόγω της μείωσης των επιτοκίων και τον προσδοκώμενων αναβαθμίσεων.
Από την άλλη, το γκρουπ των Πειραιώς - Alpha διαθέτει χαμηλότερο κεφαλαιακό πλεόνασμα, αλλά υψηλό απόθεμα αναβαλλόμενου φόρου (DTA), που αφαιρείται από τα εποπτικά τους κεφάλαια. Πειραιώς και Alpha διαθέτουν 1,8 και 1,7 δισ. ευρώ πλεόνασμα DTA, έναντι των Eurobank και Εθνικής που βρίσκονταν στα 200 - 300 εκατ. ευρώ. Έχουν, έτσι τη δυνατότητα, να συμψηφίζουν από το πλεονάζον DTA, αυξάνοντας έμμεσα την κεφαλαιακή τους θέση τη στιγμή που Εθνική και Eurobank έχουν πλέον περιορισμένο απόθεμα.
Η Πειραιώς διαθέτει DTC ύψους 3,118 δισ. ευρώ που φτάνει στο 62% του CET1. Με βάση την πρόβλεψη για καθαρή κερδοφορία 1 δισ. ευρώ το 2025 θα συμψηφίσει με φόρο DTCs της τάξεως των 183 εκατ. ευρώ και DTAs 167 εκατ. ευρώ. Αποσβένοντας ακόμη 145 εκατ. ευρώ DTC από το εποπτικό της κεφάλαιο (CET1) θα φτάσει τα 328 εκατ. ευρώ. Μεταξύ 2024 - 2027 η Πειραιώς θα αποσβέσει 1 δισ. σε DTCs και 600 εκατ. DTAs αλλά με ισόποση ελάφρυνση (600 εκατ. ευρώ), σε επίπεδο κεφαλαιακής βάσης. Αυτό της επιτρέπει να λάβει πρόβλεψη για payout στο 50% για τα κέρδη της επόμενης χρήσης, με εκτιμώμενο δείκτη CET1 στο 15% και 16% περίπου στα τέλη του 2024 και 2027 αντίστοιχα, έναντι άνω του 14% και 15,5% περίπου με βάση το προηγούμενο πλάνο απόσβεσης.
Η Alpha Bank διαθέτει DTC ύψους 2,4 δισ. ευρώ που καταλαμβάνει το 52% του CET1. Η τράπεζα θα «καίει» εποπτικό κεφάλαιο, ύψους 130 εκατ. ευρώ που αντιστοιχεί σε ποσοστό 29% του διανεμηθέντος μερίσματος (επίπτωση δηλαδή 130 εκατ. σε CET1 και RWA). Μάλιστα, οι εποπτικοί κεφαλαιακοί δείκτες αναμένεται να ενισχυθούν χωρίς να απαιτείται κάποια ομολογιακή έκδοση. Η διοίκηση της Alpha καθοδηγεί για 35% διανομή των κερδών της φετινής χρήσης και 50% για την επόμενη (υπόθεση για 0,9 δισ. κερδοφορία).
Ο κίνδυνος μετατροπής σε «cash cow»
Βέβαια, οι διοικήσεις των τραπεζών θα πρέπει να αποφύγουν το λάθος να εξελιχθούν σε «cash cow» διανέμοντας δηλαδή ως επί το πλείστον το μεγαλύτερο μέρος των πλεονάζοντων κεφαλαίων και της κερδοφορίας τους στους μετόχους. Έχοντας ένα αρκετά συντηρητικό και στενό σε πρότυπα ανάπτυξης σχεδιασμό, θα πρέπει να αναζητήσουν ευκαιρίες σε κλάδους και αγορές ώστε να προσδώσουν και μια νότα διαφοροποίησης.
Αναλυτές προκρίνουν την ενεργοποίηση buyback υπό το πρίσμα της ενίσχυσης των EPS (κέρδη ανά μετοχή). Τα προγράμματα επαναγοράς ιδίων αναμένεται να αποτελέσουν βασικό τμήμα επιβράβευσης των μετόχων το επόμενο έτος, καθώς ανά 10% σε payout θα ενισχύονται τα EPS κατά 2,1% κατά μέσο όρο. Η JP Morgan υπολογίζει πως εάν το ήμισυ του payout από τα κέρδη φετινής χρήσης λάμβανε τη μορφή buyback, τα EPS θα ενισχύονταν κατά 4,1% - 4,3% - 4,6% για Eurobank - Alpha, Πειραιώς - Εθνική το επόμενο έτος.