Η απάντηση των ελληνικών τραπεζών στις πιέσεις που θα δεχτούν τα επιτοκιακά έσοδα από τη μείωση των επιτοκίων, θα είναι η παραγωγή προϊόντων και προμηθειών από τομείς όπως το Asset Management, το Wealth Management και οι τραπεζοασφάλειες. Η διείσδυση αυτών των χρηματοοικονομικών προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και ο μέσος όρος της ΕΕ, αλλά διάφοροι παράγοντες οδηγούν σε μια αλλαγή. Το παραπάνω ανέφερε, μιλώντας στο συνέδριο της Morgan Stanley και της ΕΧΑΕ, ο CEO της Alpha Bank, Βασίλης Ψάλτης.
Όπως είπε, οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν αυτή την εξέλιξη περιλαμβάνουν:
α) Ιστορικό πλαίσιο: Η Ελλάδα ιστορικά έχει στηριχτεί σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες υγείας και στις συντάξεις που παρέχονται από το κράτος, όμως οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις έχουν δημιουργήσει χώρο για τον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον πολλή ρευστότητα και οι προθεσμιακές καταθέσεις δεν χρησιμεύουν πλέον ως μια εναλλακτική για τη συσσώρευση κεφαλαίου.
β) Αλλαγή δυναμικής: Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος ξεπερνά τον χρηματοοικονομικό εγγραμματισμό των πολιτών, όμως είναι εμφανής μια αλλαγή στη συμπεριφορά καθώς όλες οι γενιές έχουν περισσότερη επίγνωση, πλέον, της σημασίας της κατοχής ενός κατάλληλου χαρτοφυλακίου χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
γ) Ανάκαμψη μετά την κρίση: Η κρίση οδήγησε σε βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος και σε μεγαλύτερη ζήτηση για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και υπηρεσίες διαχείρισης περιουσίας. Διαρθρωτικές και πολιτισμικές αλλαγές συμπεριλαμβάνουν τον εκδημοκρατισμό των υπηρεσιών διαχείρισης πλούτου, φτάνοντας σε τμήματα της πελατείας που δεν είχαν πελάτες που δεν διεισδύσει πριν. Υπάρχει βελτιωμένη χρηματοοικονομική παιδεία μεταξύ των γενεών. Η ψηφιοποίηση επιτρέπει την επέκταση των υπηρεσιών αυτών σε πελάτες «χαμηλής επαφής» για τις τράπεζες και σε πελάτες που προτιμούν το self service, ενώ ενισχύει παράλληλα τις υπηρεσίες σε τομείς υψηλότερης αξίας. Υπάρχει, τέλος, διάδοση προϊόντων, που είναι προσαρμοσμένα στις σύγχρονες ανάγκες, όπως προϊόντα ESG και θεματικές επενδυτικές επιλογές.
δ) Τραπεζοασφαλιστική ανάπτυξη: Η κλιματική αλλαγή, τα κυβερνητικά κίνητρα για ασφαλιστική κάλυψη και η αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης για ασφάλιση της περιουσίας θα ωθήσει περαιτέρω την ανάπτυξη των τραπεζοασφαλειών. Παρά την υψηλή ιδιοκατοίκηση (~75%), η Ελλάδα έχει χαμηλή ασφαλιστική διείσδυση (~15%).
Όπως είπε ο CEO της Alpha Bank, την ανάπτυξη θα οδηγήσουν:
- Η στόχευση των σωστών τμημάτων πελατών: Ενώ ο εκδημοκρατισμός των υπηρεσιών διαχείρισης πλούτου διευρύνει την απήχησή του, τα εύπορα και τα αναδυόμενα εύπορα τμήματα πελατών είναι οι πρωταρχικοί παράγοντες ανάπτυξης.
- Μοντέλο πόρων και υπηρεσιών: Η Alpha Bank, για παράδειγμα, επενδύει σε κορυφαίους Relationship Managers και ανανεώνει το μοντέλο υποκαταστήματός της για να επικεντρωθεί περισσότερο στη συμβουλευτική τραπεζική. Οι ψηφιακές βελτιώσεις και η εξ αποστάσεως τραπεζική συμβάλλουν επίσης στην απόκτηση νέων πελατών για επενδυτικά προϊόντα.
- Ισχυρή πλατφόρμα προϊόντων: Συνεργασίες, όπως αυτή με την Unicredit, παρέχουν πρόσβαση σε ευρύτερη γκάμα προϊόντων υψηλής ποιότητας, αξιοποιώντας την εγχώρια και τη διεθνή τεχνογνωσία. Η επιτυχία των προϊόντων Onemarkets καταδεικνύει τις δυνατότητες ανάπτυξης.
Συμπερασματικά, ο κ. Ψάλτης είπε ότι ο συνδυασμός αυξημένου διαθέσιμου εισοδήματος, μεγαλύτερης χρηματοοικονομικής παιδείας, ψηφιοποίησης και στρατηγικών συνεργασιών θα επιτρέψουν στις ελληνικές τράπεζες να επεκτείνουν το μερίδιό τους στα έσοδα από προμήθειες. Η Alpha Bank, για παράδειγμα, σχεδιάζει να ενισχύσει τα έσοδα από προμήθειες με προσφορές νέων προϊόντων και στόχευση σε πελάτες που μπορούν να αποφέρουν μεγαλύτερες προμήθειες τα επόμενα χρόνια.
Ο κ. Ψάλτης είπε ότι οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν έναν «συμπαγή» τραπεζικό τομέα που χαρακτηρίζεται από χρηστή εταιρική διακυβέρνηση και βιώσιμη κερδοφορία. Ωστόσο, για τους επενδυτές, η κύρια εστίαση είναι η ανάπτυξη, η οποία μπορεί να προέλθει μέσω δύο βασικών οδών:
Εταιρικός δανεισμός: Οι τράπεζες χρηματοδοτούν την επενδυτική προσπάθεια της χώρας για την αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού που άφησε η κρίση. Αυτό παρουσιάζει μια ευκαιρία για ανάπτυξη, διατηρώντας παράλληλα βιώσιμη την κερδοφορία.
Ανάπτυξη της αγοράς εύπορων πελατών: Υπάρχει μια μακροπρόθεσμη ευκαιρία να επεκταθεί το κομμάτι του asset management, στοχεύοντας ιδιαίτερα την εύπορη πελατεία στην Ελλάδα, φέρνοντάς το πιο κοντά στα επίπεδα που παρατηρούνται στις ανεπτυγμένες αγορές. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως αναδυόμενη αγορά, έχει χαρακτηριστικά ανεπτυγμένης αγορά, συμπεριλαμβανομένου ενός σταθερού νομίσματος, πολιτικής σταθερότητας και υψηλής διείσδυσης πιστώσεων. Αυτό επιτρέπει στις ελληνικές τράπεζες να επωφεληθούν από τη διαρκή αύξηση των δανείων και την περαιτέρω επέκταση στον τομέα διαχείρισης των περιουσιακών στοιχείων.
Πρόσθετοι παράγοντες ανάπτυξης περιλαμβάνουν την καλή λειτουργική μόχλευση, μια θετική προοπτική ποιότητα του ενεργητικού και καλά προετοιμασμένους ισολογισμούς για τη διαχείριση της μείωσης των τόκων ποσοστά. Το στοιχείο που λείπει φυσικά είναι ο περιστασιακός αντίκτυπος που θα έχει στα έσοδα η μείωση επιτοκίων. Στην περίπτωση της Alpha Bank αναμένεται ότι το top line στα επιτοκιακά έσοδα θα αυξηθεί, τελικά, τα επόμενα χρόνια, παρά τη μείωση των επιτοκίων.
«Μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι ελληνικές τράπεζες αποτελούν μια προσοδοφόρα επενδυτική ευκαιρία, ιδίως λόγω του discount με το οποίο αποτιμώνται και των ισχυρών προοπτικών ανάπτυξής τους», σημείωσε ο κ. Ψάλτης.
Ερωτώμενος για τις αποδόσεις στους μετόχους και το εάν επίκειται πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών, ο κ. Ψάλτης είπε ότι η Alpha Bank έχει ήδη εφαρμόσει πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών, χρησιμοποιώντας μέρος της διανομής κερδών προς τους μετόχους, σηματοδοτώντας την εμπιστοσύνη στην αποτίμηση της Τράπεζας και τις αποδόσεις της ως επένδυση.
Η αμοιβή των μετόχων εξαρτάται από τρεις παράγοντες, είπε ο CEO της Alpha Bank:
- Επίπεδα κεφαλαίου
- Δυνατότητα παραγωγής κεφαλαίου
- Κανονιστική έγκριση
«Έχουμε βελτιστοποιήσει την κεφαλαιακή μας δομή, διατηρώντας κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας (CET1, MREL, MDA) σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς ομολόγους μας. Η ισχυρή μας κερδοφορία μάς επέτρεψε να παράγουμε πάνω από 130 μονάδες βάσης κεφαλαίου οργανικά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, με πρόσθετα κέρδη από τη βελτιστοποίηση κεφαλαίου. Αυτό το πλεόνασμα κεφαλαίου υπερβαίνει αυτό που απαιτείται για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Ως αποτέλεσμα, αναμένεται να αυξήσουμε τις πληρωμές των μετόχων φέτος και το επόμενο έτος. Τα επόμενα τρία χρόνια, περισσότερο από το 30% της τρέχουσας κεφαλαιοποίησης της Alpha Bank θα διανεμηθεί στους μετόχους, ενώ το 40% παραμένει ως πλεονάζον κεφάλαιο», είπε ο κ. Ψάλτης.
Πρόσθεσε ότι η Alpha Bank βελτιώνει επίσης την κεφαλαιακή της σύνθεση μειώνοντας την εξάρτηση από τον αναβαλλόμενο φόρο και διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης CET1 θα συνεχίζει να αυξάνεται, ακόμη και με ποσοστό διανομής 70% των κερδών. Όπως είπε, δεν υπάρχει ανάγκη έκδοσης πρόσθετων AT1, Tier 2 ή senior preferred ομολόγων. «Δεσμευόμαστε να αυξήσουμε τις αποδόσεις των μετόχων, σχεδιάζοντας επιτάχυνση των διανομών κερδών, υπό την προϋπόθεση των ρυθμιστικών εγκρίσεων», είπε ο κ. Ψάλτης.