Σε κρίσιμο σταυροδρόμι βρίσκονται οι μεγάλες χαλυβουργίες της χώρας, οι οποίες καλούνται να πάρουν σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον τους.
Πρόκειται για τις δύο μεγαλύτερες χαλυβουργίες της χώρας, την Χαλυβουργική του Κωσταντίνου Αγγελόπουλου και της Χαλυβουργίας Ελλάδας της οικογένειας Μάνεση.
Σημαντικό ρόλο σε αυτή τους την προσπάθεια αναμένεται να παίξουν οι πιστώτριες τράπεζες, επιθυμία των οποίων είναι να θέσουν εκ νέου σε κερδοφόρα τροχιά τον κλάδο.
Δύο είναι τα κριτήρια που έχουν θέσει, σύμφωνα με πληροφορίες οι τράπεζες στις βιομηχανίες και στις διοικήσεις τους προκειμένου να συνεχίσουν την δραστηριοποίηση τους: η αποδοτικότητα των μονάδων αλλά και η στήριξη των μετόχων που θα κληθούν να βάλουν «βαθιά το χέρι στην τσέπη».
Σήμερα το κύριο χαρακτηριστικό των δύο ηγετών του κλάδου της χαλυβουργίας είναι οι υψηλές δανειακές υποχρεώσεις και οι συσσωρεμένες ζημιές που αποτελούν θηλιά και τροχοπέδη για την ανάπτυξη τους.
Ήδη οι συσσωρευμένες ζημιές από την αρχή της κρίσης μέχρι σήμερα ανέρχονται στα 800 εκατ. ευρώ, ενώ τα δάνεια αγγίζουν το 1 δισ. ευρώ, χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν για να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις με στόχο τον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και την αύξηση της παραγωγικής τους δυναμικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό οι τέσσερις συστημικές τράπεζες, φέρονται αποφασισμένες να προχωρήσουν στην εξυγίανση του κλάδου, προκειμένου να ανακτήσουν στο μέλλον κάποια από τα δανειακά κεφάλαια που έχουν χορηγήσει.
Ήδη έχουν αναθέσει στην εταιρεία Alvarez & Marsal να εκπονήσει μια μελέτη βιωσιμότητας για τον κλάδο, η οποία και έχει ήδη συλλέξει στοιχεία για το ποιες μονάδες κρίνονται αποδοτικότερες, παράγουν δηλαδή προϊόν με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Επόμενο βήμα, οι συζητήσεις των βασικών μετόχων με τις τράπεζες από τους οποίους θα ζητηθεί να στηρίξουν οικονομικά τις επιχειρήσεις τους. Μετά από αυτό οι τράπεζες θα προχωρήσουν στην διαγραφή ορισμένων δανείων μεγάλων βιομηχανιών, χωρίς ωστόσο να τις ενδιαφέρει να αναλάβουν την μετοχικό έλεγχο αυτών.
Οι λύσεις που προκρίνονται στην παρούσα φάση είναι οι συνεργασίες, οι συγχωνεύσεις αλλά και το κλέισιμο μονάδων, προκειμένου να μειωθεί η παραγωγή και κατ΄επέκταση τα κόστη λειτουργίας.
Βαρίδι για τις χαλυβουργίες της χώρας αποτελεί το ενεργειακό κόστος καθώς πληρώνουν το ηλεκτρικό ρεύμα έως 60 ευρώ τη μεγαβατώρα έναντι 35-40 ευρώ των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους.
Ακόμη και για τη λειτουργία μόνο τις νύχτες και τα Σαββατοκύριακα το κόστος στην Ελλάδα είναι ακριβότερο, φτάνοντας τα 40 ευρώ η μεγαβατώρα. Η διαφορά αυτή οφείλεται κυρίως στους αυξημένους φόρους που έχει βάλει το κράτος.
Αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο και στις εξαγωγές καθώς είναι χαρακτηριστικό ότι στην αγορά της Αλγερίας, στην οποία το 2011 οι ελληνικές εξαγωγές χάλυβα έφταναν σχεδόν τους 500.000 τόνους, το 2014 έπεσαν κάτω από το ένα τέταρτο, καθώς οι ξένοι ανταγωνιστές επωφελούμενοι του χαμηλού κόστους ενέργειας, κέρδισαν τα ελληνικά μερίδια.