Σε μπαράζ ρευστοποιήσεων προχωρούν το τελευταίο διάστημα οι Έλληνες επιχειρηματίες της ποντοπόρους ναυτιλίας, λόγω του υπερδανεισμού τους, τη μείωση της τιμής των ναύλων αλλά και της κρίσης.
Έτσι το τελευταίο διάστημα πολλοί είναι εκείνοι που αναγκάστηκαν να προχωρήσουν στην πώληση των πλοίων τους με στόχο την ενίσχυση της ρευστότητας τους ή την αναδιάρθρωση του δανεισμού τους.
Ενδεικτική η περίπτωση της Revoil η οποία εισήλθε στον τομέα της ποντοπόρου ναυτιλίας το 2010.
Επτά χρόνια μετά η εταιρεία προχωρά στην πώληση των δύο πλοίων της (όπως έχει ήδη ανακοινώσει στις χρηματιστηριακές αρχές) ενώ σύμφωνα με πληροφορίες ετοιμάζεται να προχωρήσει στην πώληση και του τρίτου της πλοίου μέσα στο προσεχές χρονικό διάστημα.
Ο λόγος; Τα μικρά έσοδα που αποκόμισε όλα αυτά τα χρόνια η εταιρεία από την δραστηριοποίηση της στον εν λόγω τομέα (ανέμενε τζίρο 6 εκατ. ευρώ και ο οποίος τελικά διαμορφώθηκε στα 1,4 εκατ. ευρώ).
Αυτό την ανάγκασε να πουλήσει προσφάτως τα δύο της πλοία με τιμή πολύ χαμηλότερη από την αξία κτήσης, προτιμώντας να εγγράψει ζημιές στην λογιστική της κατάσταση.
Είναι ενδεικτικό ότι (αν προχωρήσει και η πώληση του τρίτου πλοίου) τα έσοδα της θα ανέλθουν στα 7 εκατ. ευρώ, όταν η αξία κτήσης και των τριών πλοίων ήταν 41 εκατ. ευρώ.
Η Revoil δεν είναι η μοναδικός ελληνικός Όμιλος που αποφάσισε να πουλήσει τα πλοία μεταφοράς φορτίων.
Φορτηγά πλοία ξηρού φορτίου της οικογένειας Λαιμού βγήκαν πρόσφατα σε πλειστηριασμό αλλά και η Pyrsos Shipping, της οικογένειας Ξυλά έβγαλε σε πλειστηριασμό δύο πλοία της .
Σύμφωνα με τη VesselsValue, τη διεθνώς αναγνωρισμένη πλατφόρμα δεδομένων στο προηγούμενο διάστημα οι Έλληνες επιχειρηματίες πούλησαν 105 ποντοπόρα έναντι 1,17 δισ. δολ. Οι μεγαλύτερες σε αξία αγορές φορτηγών έγιναν από την Anangel Maritime Services, συμφερόντων Γ. Αγγελικούση (10 πλοία έναντι 379 εκατ. δολ).
Τα προβλήματα της ποντοπόρου ναυτιλίας επεσήμανε ο πρόεδρος ελλήνων εφοπλιστών Θεόδωρος Βενιάμης στην γενική συνέλευση του Συνδέσμου επισημαίνοντας ότι το 2016 ήταν μια κακή χρονιά, αλλά το 2017 διαφαίνεται πιο υποσχόμενο.
Όπως είπε, «παραμένει το πρόβλημα της υπερπροσφοράς χωρητικότητας και η ανισορροπία με τη ζήτηση, καθώς και οι δυσκολίες χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα λόγω και των επερχόμενων αλλαγών που επιβάλλει η Σύμβαση της Βασιλείας 3 και 4».
Σύμφωνα με τον ίδιο «η αναμενόμενη όμως αύξηση, αν και μικρή, του παγκόσμιου εμπορίου, σε συνδυασμό, με τη συνεχιζόμενη τάση για διάλυση πλοίων, και τις αναπροσαρμογές στα προγράμματα ναυπηγήσεων, δηλαδή, τη μείωση των νέων παραγγελιών, την ακύρωση ορισμένων και την καθυστέρηση παραλαβής νεότευκτων, δημιουργεί προσδοκίες για μία καλύτερη πορεία της ναυλαγοράς και για καλύτερες αξίες των πλοίων«».