Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και η οικονομική επιβράδυνση θα μπορούσαν να καταστήσουν πιο ανταγωνιστικό το φυσικό αέριο αλλά και τον άνθρακα, σύμφωνα με ειδική αναφορά μελέτη του The Economist Intelligence Unit. Μια πτώση στη ζήτηση ενέργειας θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε πτώση και στην τιμή των ορυκτών καυσίμων, κάτι το οποίο αυτομάτως θα τα καθιστούσε φθηνότερα άρα και πιο ανταγωνιστικά σε σχέση με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, των οποίων οι επενδύσεις θα αντιμετωπίζονταν με σχετικό σκεπτικισμό εν μέσω της οικονομικής επιβράδυνσης.
Ενδεικτικό είναι, όπως υποστηρίζει η μελέτη, το γεγονός ότι η Κίνα απέσυρε τις επιδοτήσεις για την ηλιακή ενέργεια το 2018, ενώ στην Ευρώπη οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές (εκτός των υδροηλεκτρικών) άρχισαν να επιβραδύνουν.
Καθοριστικό ρόλο για την επιβεβαίωση ή όχι των όποιων σεναρίων θα διαδραματίσουν δύο βασικοί παράγοντες: από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας και από τις γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι ελπίδες για ανάπτυξη στρέφονται στις οικονομίες εκτός του ΟΟΣΑ οι οποίες και αναμένεται να παίξουν και πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενεργειακή ζήτηση.
Όσον αφορά στην κατανάλωση, η έκθεση προβλέπει διψήφια ανάπτυξη για την αιολική και ηλιακή ενέργεια το επόμενο έτος, ενώ η κατανάλωση ενέργειας από αυτές τις πηγές θα αυξηθεί κατά 14%. Αντίθετα, η κατανάλωση ενέργειας από το πετρέλαιο θα αυξηθεί αργά, ενώ η κατανάλωση άνθρακα θα μειωθεί ελαφρά.
Όπως εκτιμά η έκθεση, η στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν θα μετριάσει την ανησυχία για την αλλαγή του κλίματος καθώς οι ΗΠΑ αναμένεται να αποχωρήσουν από τη συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα στο τέλος του επόμενου έτους. Η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν θα είναι αρκετά γρήγορη για να ικανοποιήσει τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού.
Η αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας στις 69 χώρες που καλύπτονται από τις παγκόσμιες προβλέψεις μας θα παραμείνει συγκρατημένη το 2020 και θα διαμορφωθεί στο 1,4%, εν μέσω μιας υποτονικής παγκόσμιας οικονομίας. Η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (εκτός υδροηλεκτρικών) θα αυξηθεί κατά 14%, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αύξηση που θα σημειωθεί άλλες πηγές ενέργειας. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως η ηλιακή και η αιολική, θα αντιπροσωπεύουν πάνω από τα δύο τρίτα της νέας δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που προστίθεται κατά τη διάρκεια του έτους, υπό την ηγεσία της Κίνας, των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Η προσφορά και η ζήτηση
Η παγκόσμια κατανάλωση ενέργειας το 2020 θα εξακολουθήσει να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα ορυκτά καύσιμα, με τη χρήση του φυσικού αερίου και του πετρελαίου να αντισταθμίζουν την ελαφρά μείωση του άνθρακα.
Η αύξηση της κατανάλωσης πετρελαίου το 2020 θα είναι μικρή και θα διαμορφωθεί σε μόλις 1%. Παρόλο που αναμένουμε ότι η παγκόσμια αύξηση του ΑΕΠ θα ενισχυθεί το επόμενο έτος, η ζήτηση πετρελαίου θα επιβαρυνθεί από την οικονομική αναστάτωση που προκάλεσε ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και την επακόλουθη επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής της Κίνας. Η ανάπτυξη πιο ενεργειακά αποδοτικών μεταφορών σε χώρες υψηλού εισοδήματος θα μειώσει επίσης τη ζήτηση, ενώ η μετάβαση σε ηλεκτρικά οχήματα συνεχίζεται.
Η αγορά του πετρελαίου σύμφωνα με την έκθεση θα παραμείνει ... σε range bound κατάσταση. Από την πλευρά της προσφοράς, η πετρελαϊκή βιομηχανία θα παραμείνει ευάλωτη στις εντάσεις στη Μέση Ανατολή, καθώς και σε άλλους παράγοντες. Παρόλα αυτά, οι ανησυχίες της αγοράς για την παγκόσμια οικονομία θα ρίξουν τις τιμές του Brent κατά μέσο όρο στα 63 δολάρια το βαρέλι το 2020, ελαφρά χαμηλότερα από τα 64,1 δολάρια το 2019. Αυτό δεν θα οδηγήσει σε εντονότερη αύξηση της κατανάλωσης, αλλά θα αποτρέψει την εξασθένηση της αύξησης της κατανάλωσης.
Tο 2020, τo φυσικό αέριο θα γνωρίσει τα υψηλότερα επίπεδα αύξησης στην κατανάλωση με το ποσοστό ανόδου να διαμορφώνεται στο 2,6%. Αυτό θα οφείλεται κυρίως στον βιομηχανικό τομέα, ακολουθούμενο από την παραγωγή ενέργειας.
Oι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής θα συνεχίσουν να προωθούν τη χρήση του φυσικού αερίου σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας αλλά και στον οικιακό τομέα. Στις ΗΠΑ, η παραγωγή αερίου θα συνεχίσει να αποφέρει κέρδη εις βάρος του άνθρακα, εξαιτίας εν μέρει της ανταγωνιστικής τιμολόγησης.
Στην Ευρώπη, ωστόσο, το φυσικό αέριο θα αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ενώ η απόφαση της Ιαπωνίας για επανεκκίνηση των πυρηνικών εργοστασίων θα μειώσει τη ζήτηση εισαγόμενου υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) το 2020.