Σε θεωρητικό επίπεδο, σε μια κλειστή οικονομία, το σύνολο της δαπάνης των φορέων της, δηλαδή των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, ισούται με την παραγωγή της. Κάποιοι από τους φορείς (όχι όλοι) δύναται να είναι δανειστές, δηλαδή να δαπανούν λιγότερο από όσο παράγουν και κάποιοι άλλοι (όχι όλοι) δανειζόμενοι, δηλαδή να δαπανούν περισσότερο από όσο παράγουν. Αθροιστικά, πάντοτε η δαπάνη θα είναι ίση με την παραγωγή. Σε μια ανοικτή οικονομία δεν ισχύει το ίδιο όπως αναφέρει η Eurobank στο οικονομικό της δελτίο. Εκεί το σύνολο της δαπάνης μπορεί να διαφέρει από το αντίστοιχο της παραγωγής. Όταν το 1ο είναι υψηλότερο από το 2ο, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι μεγαλύτερες από τις εξαγωγές και η οικονομία είναι καθαρός δανειζόμενος από την αλλοδαπή, δηλαδή αντλεί κεφάλαια από το εξωτερικό για να χρηματοδοτήσει το προαναφερθέν κενό. Στην αντίθετη περίπτωση είναι καθαρός δανειστής.
Όπως αναφέρει η τράπεζα ισοδύναμα, όταν μια οικονομία είναι καθαρός δανειζόμενος, οι επενδύσεις είναι υψηλότερες από τις αποταμιεύσεις, ενώ όταν είναι καθαρός δανειστής ισχύει το αντίθετο. Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, σύμφωνα με την Eurobank, ως γνωστόν, η ελληνική οικονομία για πολλά χρόνια απολάμβανε επίπεδα δαπάνης πολύ υψηλότερα σε σχέση με το παραγόμενο προϊόν ή ισοδυνάμως, επίπεδα επενδύσεων μεγαλύτερα από τα αντίστοιχα των αποταμιεύσεων. Η πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό λόγω της εισόδου στην Ευρωζώνη και η διαμόρφωση θετικών προσδοκιών τροφοδοτούσε την απότομη αύξηση της επένδυσης – κυρίως σε κατοικίες - και της κατανάλωσης.
Ωστόσο, η εν λόγω πορεία της οικονομίας συνοδευόταν από βαθμιαία απώλεια ανταγωνιστικότητας και υστέρηση στην εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ο συνδυασμός αυτών των δύο στοιχείων, ήτοι της διάρκειας και του μεγέθους της προαναφερθείσας απόκλισης (συσσώρευση υψηλού εξωτερικού χρέους) δημιουργούσε σοβαρούς κινδύνους ως προς τη βιωσιμότητα του υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης που ακολουθούσε η Ελλάδα. Σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το 2008 η ονομαστική αξία της ακαθάριστης αποταμίευσης ήταν στα 20,9 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές ή στο 8,6% του ΑΕΠ, με τις επενδύσεις (ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου + μεταβολή αποθεμάτων) στα 59,3 δισ. ευρώ ή στο 24,5% του ΑΕΠ. Το εν λόγω κενό καλυπτόταν από εξωτερικό δανεισμό της τάξης των -38,3 δισ. ευρώ, ποσό ίσο με το -15,8% του ΑΕΠ. Ακολούθησαν η παγκόσμια οικονομική κρίση και η μεγάλη οικονομική ύφεση στην Ελλάδα. Στα χρόνια της απότομης συρρίκνωσης της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, ήτοι την πενταετία 2008-2013 (ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν -5,7% σε ονομαστικούς όρους και -5,9% σε πραγματικούς), η απόκλιση ανάμεσα στη δαπάνη και την παραγωγή ή ανάμεσα στις επενδύσεις και τις αποταμιεύσεις μειώθηκε σημαντικά.
Η εν λόγω μεταβολή αποτυπώθηκε στη συρρίκνωση του ελλείμματος του τρέχοντος εξωτερικού ισοζυγίου, δηλαδή του εξωτερικού δανεισμού, κατά -34,3 δισ. ευρώ ή κατά -13,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε σε μείωση της αρνητικής αποταμίευσης της γενικής κυβέρνησης (από τα -12,4 δισ. ευρώ το 2008 στα -0,5 δισ. ευρώ το 2013), ωστόσο συνοδεύτηκε από βαθιά ύφεση, μείωση των επενδύσεων και της ιδιωτικής αποταμίευσης. Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου συρρικνώθηκε κατά -38,4 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της πτώσης των δαπανών των νοικοκυριών για κατοικίες, άλλα και εξαιτίας της μείωσης των επενδύσεων των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών και της γενικής κυβέρνησης.
Στο πεδίο των διαθέσιμων εγχώριων πόρων προς επένδυση, η πτώση ήταν πολύ μικρότερη (-4,1 δισ. ευρώ) καθώς η μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών και των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών αντισταθμίστηκε σε έναν βαθμό από τη συρρίκνωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι από το 2012 και μετά η αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα κινείται σε αρνητικό έδαφος, δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα υπολείπεται των καταναλωτικών τους δαπανών (τα τελευταία δύο χρόνια καταγράφεται αποκλιμάκωση αυτού του φαινομένου, με την αποταμίευση των νοικοκυριών να διαμορφώνεται στα -4,2 δισ. ευρώ το 2019 από -8,2 δισ. ευρώ το 2017).
Η ελληνική οικονομία έπειτα από τη βαθιά ύφεση και τη στασιμότητα της περιόδου 2008-2016, την τελευταία 3ετία (2016-2019) σημείωσε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης (ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 2,0% σε ονομαστικούς όρους και 1,8% σε πραγματικούς) με την επένδυση και την αποταμίευση να ενισχύονται ελαφρά.
Η μεν 1η αυξήθηκε στο 12,5% του ΑΕΠ το 2019 από 11,3% το 2016 (κυρίως λόγω της συνεισφοράς της μεταβολής των αποθεμάτων), η δε 2η στο 12,4% του ΑΕΠ από 10,1%.
Βάσει αυτών των στοιχείων, το έλλειμμα του τρέχοντος εξωτερικού ισοζυγίου μειώθηκε στο -0,3% του ΑΕΠ το 2019 από -1,1% το 2016.
Για το 2020 και το 2021 λόγω της διαταραχής από την πανδημία του κορωνoϊού COVID-19, προβλέπονται απότομες διακυμάνσεις στα μακροοικονομικά μεγέθη της Ελλάδας και των περισσοτέρων οικονομιών στον κόσμο. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναμένεται ύφεση -9,7% το 2020 και ανάκαμψη 7,9% το 2021.
Αν και η αβεβαιότητα είναι πολύ υψηλή, στην περίπτωση που η ελληνική οικονομία επιστρέψει σε συνθήκες ομαλότητας, σημαντική προϋπόθεση για να εισέλθει μεσομακροπρόθεσμα σε ένα μονοπάτι υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης – σε σύγκριση με την τριετία 2016-2019 – με σχετική ισορροπία στο τρέχον εξωτερικό ισοζύγιο, είναι η προσέλκυση κεφαλαίων από την αλλοδαπή και η παράλληλη ενίσχυση των κινήτρων για αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα. Τα εν λόγω κεφάλαια δύναται να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις που θα οδηγήσουν στην ενίσχυση του προϊόντος της οικονομίας. Η αύξηση των εισοδημάτων και η παροχή κινήτρων για αποταμίευση δύναται να συμβάλουν θετικά στην ενίσχυση της τελευταίας, στη συσσώρευση εθνικών πόρων, με αποτέλεσμα την αποτροπή δημιουργίας υψηλών ανισορροπιών (σαν και αυτές του παρελθόντος) στο τρέχον εξωτερικό ισοζύγιο.