Το επόμενο δεκαπενθήμερο αναμένεται να κριθεί τελικά το θέμα της παράτασης ή όχι του νόμου Κατσέλη, αλλά και του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης ληξιπροθέσμων οφειλών.
Η κυβέρνηση, συμφώνα με ασφαλείς πληροφορίες, έχει προσανατολιστεί στην διεκδίκηση ενός ακόμα έτους παράτασης και των δυο νομοθετικών πλαισίων και προετοιμάζεται για τη στοιχειοθέτηση των θέσεών της με στοιχεία από τα μέχρι σήμερα αποτελέσματα και στους δυο νόμους.
Στη φαρέτρα της έχει τόσο το γεγονός ότι έχουν επιταχυνθεί σημαντικά οι διαδικασίες στα Ειρηνοδικεία με το νόμο Κατσέλη, καθώς το απόθεμα των εκκρεμών αιτήσεων μειώνεται, όσο και τις ρυθμίσεις στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού ο οποίος έσπασε το φράγμα των 1.000 ρυθμίσεων κόκκινων επιχειρηματικών οφειλών.
Ειδικά για τον εξωδικαστικό μηχανισμό, κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι μετά τις αρχικές δυσκολίες, ο ρυθμός υπαγωγής, εξέτασης και επιτυχούς ολοκλήρωσης των αιτήσεων αυξάνεται καθημερινά μετά και τις απλοποιημένες ηλεκτρονικές διαδικασίες και την ηλεκτρονική διασύνδεση που επετεύχθη και πλέον έχει αντιμετωπιστεί σε σημαντικό ποσοστό η γραφειοκρατία αλλά και οι καθυστερήσεις που υπήρχαν το πρώτο διάστημα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, έως τις 20 Δεκεμβρίου αναμένεται η ελληνική κυβέρνηση να αποστείλει τα τελευταία στατιστικά στοιχεία που θα τεκμηριώνουν την καλή πορεία του εξωδικαστικού και υπάρχει αισιοδοξία ότι οι θεσμοί θα δεχτούν παράταση του νόμου και για το 2019.
Την ίδια ώρα πονοκέφαλο αποτελεί για την κυβέρνηση το θέμα του νόμου Κατσέλη, καθώς, όπως όλα δείχνουν, ακόμα και εάν υπάρξει τελικά παράταση - που είναι το επικρατέστερο σενάριο -είναι βέβαιο ότι αυτή θα συνοδευτεί με αλλαγές στα κριτήρια επί το δυσμενέστερο σε σχέση με τα ισχύοντα. Ήδη οι τράπεζες πιέζουν για μείωση της αξίας της πρώτης κατοικίας που θα μπορεί να προστατευτεί από το νόμο κάτω από τις 100.000 ευρώ από 180.000 που είναι σήμερα για το άγαμο, γεγονός που θα θέσει εκτός νόμου, εφόσον ισχύσει, μεγάλο αριθμό δανειοληπτών οι οποίοι δεν θα πληρούν τις προϋποθέσεις για να καταθέσουν αίτηση.
Κυβερνητικοί παράγοντες τόνιζαν ότι στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι στις διαπραγματεύσεις που θα έχει με τους θεσμούς να επιτύχει την παράταση του ισχύοντος νόμου για έναν ακόμα χρόνο και για το σκοπό αυτό θα επιχειρηματολογήσει με βάση τα στοιχεία της προόδου που έχουν γίνει τόσο από τη μείωση των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη που εκκρεμούν στα δικαστήρια, δείχνοντας πως το πλήθος των στρατηγικά κακοπληρωτών έχει κρυφτεί στο νόμο.
Σύμφωνα με στοιχεία από τα Ειρηνοδικεία, στο τρίτο τρίμηνο του έτους οι υποθέσεις που εκκρεμούσαν, δηλαδή αυτές που δεν είχαν εκδικαστεί οριστικά από τότε που έγιναν οι αιτήσεις των οφειλετών ανέρχονταν σε 135.639, ενώ το δεύτερο τρίμηνο του έτους ήταν 141.699 και το πρώτο του έτους είχαν καταμετρηθεί, με βάση τα στοιχεία των Ειρηνοδικείων, σε 149.500.
Οι εκτιμήσεις που υπάρχουν είναι πως με την ενεργοποίηση των αλλαγών του καλοκαιριού και ιδίως με το μέτρο της άρσης του τραπεζικού απορρήτου σε βάθος πενταετίας, η αποσυμφόρηση των Ειρηνοδικείων επιτυγχάνεται, όμως όσο πλησιάζει το τέλος του χρόνου υπάρχει το ενδεχόμενο αύξησης των προσφυγών καθώς αρκετοί δανειολήπτες που μέχρι σήμερα προσπαθούσαν να πετύχουν ρυθμίσεις με τις τράπεζες, φοβούμενοι την κατάργηση του νόμου ή τα δυσμενέστερα για αυτούς κριτήρια, θα σπεύσουν να καταθέσουν αιτήσεις.
Ποιοι μπορούν να μπουν στο νόμο Κατσέλη
Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του πτωχευτικού δικαίου των νοικοκυριών, από την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη εξαιρείται η κύρια κατοικία εφόσον η αντικειμενική αξία δεν υπερβαίνει τα 180.000 ευρώ για έναν ενήλικο (ποσό που προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη σε 220.000 για ζευγάρι, 240.000 για οικογένεια με ένα τέκνο, 260.000 για οικογένεια με δύο τέκνα και 280.000 για οικογένεια με τρία τέκνα). Επίσης, το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη δεν πρέπει να ξεπερνά τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, δηλαδή κυμαίνεται μεταξύ 13.906 ευρώ και 40.800 ευρώ ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση (οικογενειακό εισόδημα για ενήλικο 13.906 ευρώ, για ζευγάρι 23.659 ευρώ και για κάθε παιδί 5.714 ευρώ).