Στις συνέπειες και στο κόστος που έχουν τα παραπτώματα των τραπεζιτών στις αποτιμήσεις των τραπεζικών μετοχών και στην κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων, αναφέρεται μελέτη που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και επικεντρώνει στην περίοδο 2008-2019.
Όπως αναφέρεται στην μελέτη, την περίοδο 2008-2019 τα παραπτώματα αυτά κόστισαν συνολικά 350 δισ. ευρώ στις τράπεζες διεθνώς. Συγκεκριμένα, σημειώνεται πως οι αμερικανικές τράπεζες επλήγησαν ιδιαίτερα από το κόστος των παραπτωμάτων αυτών κατά την χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε το 2008, ενώ οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν εκτεθεί περισσότερο μετά το 2015.
Όπως τονίζεται, μπορεί αρχικά τα παραπτώματα των τραπεζικών διοικήσεων να είχαν σχέση με την εξάπλωση των τοξικών ενυπόθηκων δανείων, ωστόσο το τελευταίο διάστημα καταγράφονται παραβάσεις σχετικές με την καταστρατήγηση διεθνών κυρώσεων, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη διευκόλυνση της φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, τα καθαρά έσοδα των τραπεζών της ζώνης του ευρώ θα μπορούσαν να είναι κατά 1/3 υψηλότερα, εάν η κακή διαχείριση των τραπεζικών διοικήσεων δεν τις είχε φέρει σε δυσμενή θέση, κάτι που θα είχε θετικό αντίκτυπο στα κεφαλαιακά τους αποθέματα.
Όπως αναφέρει η κεντρική τράπεζα, το κόστος των παράνομων συμπεριφορών αποτυπώνεται τόσο στα τραπεζικά κεφάλαια όσο και στις εκτιμήσεις της αγοράς.
Αυτό συμβαίνει τόσο άμεσα, μέσω των δυσμενών επιπτώσεων στη φήμη του κάθε ιδρύματος, όσο και έμμεσα, μέσω του υψηλότερου κόστους συμμόρφωσης που οδηγεί σε χαμηλότερες προσδοκίες κερδοφορίας. Αυτό συμβαίνει διότι «οι επενδυτές εισάγουν διακρίσεις με βάση το κόστος των παραπτωμάτων», αναφέρει η ΕΚΤ.
Από την ανάλυση μιας μοναδικής βάσης δεδομένων σχετικά με το κόστος των παρατυπιών των μεγάλων τραπεζών προκύπτει πως οι οικονομικές κυρώσεις έχουν μεγάλο αντίκτυπο στις αναμενόμενες κεφαλαιακές αποδόσεις των τραπεζών της ζώνης του ευρώ.
Κατά την ΕΚΤ, οκτώ τράπεζες της ζώνης του ευρώ που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, εκ των οποίων επτά ταξινομούνται ως παγκόσμιες συστημικά σημαντικές τράπεζες, επηρεάστηκαν από το κόστος των παραπτωμάτων των διοικήσεων τους μεταξύ Ιανουαρίου 2008 και Σεπτεμβρίου 2019.
Η ΕΚΤ αναφέρει πως από την ανάλυση της προέκυψε πως η παραπλάνηση των επενδυτών συνδέεται με μια τυπική πτώση 0,2% στις αποδόσεις του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών. Μάλιστα, σημειώνει πως ο αντίκτυπος των παρατυπιών στις αποδόσεις των τραπεζών του δείγματος ήταν συγκρίσιμος με τον αντίκτυπο από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Στο σημείο αυτό η μελέτη αναφέρει πως δεδομένου ότι παραπτώματα παρελθόντων ετών δεν έχουν ακόμη αποκαλυφτεί, οι αποτιμήσεις κάποιων τραπεζών της ζώνης του ευρώ ενδέχεται να πιεστούν πρόσθετα.
«Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της εφαρμογής ορθών πρακτικών διακυβέρνησης και ορθών πρακτικών εσωτερικών ελέγχων», αναφέρεται στην μελέτη και υπογραμμίζεται πως η ταχεία έρευνα και το κλείσιμο των περιπτώσεων που έχουν σημειωθεί παρατυπίες εκ μέρων των εποπτών και των Αρχών θα μπορούσαν να συμβάλουν στην εξάλειψη μέρους της αβεβαιότητας σχετικά με τις προοπτικές κερδοφορίας των τραπεζών της ζώνης του ευρώ, ώστε να διατηρηθούν υπό έλεγχο οι ζημίες που προκαλούνται στη φήμη των ιδρυμάτων από τα κακώς κείμενα.