Δύο κοινές υπουργικές αποφάσεις για την εφαρμογή του ηλεκτρονικού τιμολογίου μεταξύ των προμηθευτών του Δημοσίου και φορέων του Δημοσίου που προχωρούν σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών δημοσιευθήκαν στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Η πρωτοβουλία αυτή αφορά στην ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας για την έκδοση ηλεκτρονικών τιμολογίων στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων.
Η πρώτη κοινή υπουργική απόφαση προβλέπει τον καθορισμό εθνικού μορφότυπου ηλεκτρονικού τιμολογίου (περιεχόμενο και μορφή) στο πλαίσιο των δημοσίων συμβάσεων και, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό πρότυπο έκδοσης ηλεκτρονικών τιμολογίων. Η δεύτερη απόφαση καθορίζει την αρχιτεκτονική των διαδικασιών παραλαβής, επεξεργασίας και πληρωμής ηλεκτρονικού τιμολογίου, των απαιτήσεων διαλειτουργικότητας και διασύνδεσης με τα ολοκληρωμένα πληροφοριακά συστήματα του Δημοσίου, των τεχνικών προϋποθέσεων ασφάλειας και προστασίας δεδομένων και άλλα τεχνικά και ειδικά θέματα αναγκαία για την εφαρμογή της.
Διαβάστε επίσης:
Πρέπει να σημειωθεί πως η αποστολή ηλεκτρονικού τιμολογίου είναι για την ώρα προαιρετική και αφορά τις συμβάσεις που ξεπερνούν τα κατώτερα όρια, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 5 και 235 του ν.4412/2016. Ωστόσο, μελλοντικά το υπουργείο Οικονομικών θα επεκτείνει τη χρήση του, ώστε να είναι υποχρεωτική για όλους τους προμηθευτές του Ελληνικού Δημοσίου. Η δε πιλοτική έναρξη της ηλεκτρονικής τιμολόγησης επιχειρήσεων προς το Ελληνικό Δημόσιο αναμένεται να ξεκινήσει το φθινόπωρο του 2020.
Σχετικά με τη μεταρρύθμιση της εισαγωγής του ηλεκτρονικού τιμολογίου στις συναλλαγές του Δημοσίου, ο αρμόδιος υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής Θόδωρος Σκυλακάκης δήλωσε τα εξής: «Η μεταρρύθμιση της εισαγωγής του ηλεκτρονικού τιμολογίου στο Δημόσιο θα μειώσει τον χρόνο και το κόστος των σχετικών συναλλαγών, με την άμεση ηλεκτρονική ενημέρωση του πωλητή για την παραλαβή και πληρωμή του τιμολογίου και τη σταδιακή μείωση των εκτυπώσεων. Υπολογίζεται ότι η ρύθμιση αφορά, όταν θα εφαρμοστεί υποχρεωτικά, 30- 35 εκατ. τιμολόγια και θα οδηγήσει σε μια εξοικονόμηση δημόσιου και ιδιωτικού κόστους ετησίως της τάξεως των 150-200 εκατ. ευρώ».