Tα σημαντικά προβλήματα διαβίωσης που αντιμετωπίζουν ακόμη περισσότερα νοικοκυριά στην Ελλάδα, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, έρχονται να φωτίσουν τα στοιχεία που έδωσε σήμερα, Τετάρτη, στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς το 2019.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ η συνολική ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές το έτος 2019 ανήλθε στα 72.3 δισ. ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση 2,3% σε σύγκριση με το έτος 2018.
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2019, ανήλθε σε 17.738,64 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 2,5% ή κατά 430,44 ευρώ σε σχέση με το 2018. Στα 1.478,22 ευρώ το μήνα διαμορφώθηκε η μέση δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κινούμενη στα υψηλότερα επίπεδα από το 2014.
Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2019, ανήλθε στα 6.942,84 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 2,5% ή κατά 168,84 ευρώ ετησίως σε σύγκριση με το 2018.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ τα νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 44,5% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας ενώ τα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δυο παιδιά έως και 16 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 149,5% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας.
Τα νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 74% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 218,1% αυτής.
Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού, με τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 45-54 ετών να δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 128,0% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας. Τα νοικοκυριά με τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή (57,9%) για το 2019 ήταν αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.190,96 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.567,44 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 24,0% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 113,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας ενώ αυτά που διαμένουν στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας το 72,9% αυτής.
Κίνδυνος φτώχειας
Βάσει της έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,4 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,1 για το 2018). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,2, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη).
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 32,6% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,4%.
O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 17,1% του πληθυσμού της χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,3% το 2018), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 12,2% του πληθυσμού (12,3% το 2018), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.).
Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 32,7% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,0% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής ενώ τα μη φτωχά το 19,1%.