Στους παράγοντες που θα κρίνουν την ταχύτητα της ανάταξης της ελληνικής οικονομίας από την κρίση του κορονοϊού αναφέρθηκε σε άρθρο του ο Υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Θόδωρος Μητράκος.
Σύμφωνα με τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η ανάκαμψη δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, καθώς περιβάλλεται από μεγάλη αβεβαιότητα, ειδικά αν λάβουμε υπόψη ακόμα μια σειρά παραγόντων.
Κατά τον κ. Μητράκο, καθοριστικό ρόλο για την ανάκαμψη της οικονομίας θα διαδραματίσουν οι εξελίξεις στο υγειονομικό πεδίο. «Η εξάρτηση της Ελλάδος από τον τουρισμό και γενικότερα από την παροχή υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την πρόσφατη επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων, καταδεικνύει πόσο ευάλωτη παραμένει η εγχώρια οικονομική δραστηριότητα στην εξέλιξη της πανδημίας», ανέφερε, προσθέτοντάς πως ενδεχόμενη καθυστέρηση στην ανάπτυξη και διανομή αποτελεσματικού εμβολίου μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την τουριστική περίοδο του 2021 και να επιτείνει τα προβλήματα στους κλάδους των καταλυμάτων, της εστίασης, των μεταφορών και της διασκέδασης.
Ο ίδιος τονίζει πως η εμπειρία από την προηγούμενη παρατεταμένη οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 δείχνει ότι διαρθρωτικοί παράγοντες, όπως η γραφειοκρατία, η ανεπάρκεια της δημόσιας διοίκησης, η αργή απονομή της δικαιοσύνης, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων κ.ά., έχουν αποτελέσει ιστορικά τροχοπέδη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό υπογραμμίζει πως αποτελεί μια μεγάλη πρόκληση η απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και των υφιστάμενων κοινοτικών πόρων (ΕΣΠΑ, ΚΑΠ κ.λπ.), οι οποίοι θα μπορούσαν να επιταχύνουν το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης κατά 2% ετησίως.
Ο κ. Μητράκος θεωρεί πως ένας ακόμη παράγοντάς που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η αναπόφευκτη επιστροφή, πιθανότατα μετά το 2021, στη δημοσιονομική πειθαρχία για τον έλεγχο της δυναμικής του εξαιρετικά υψηλού δημόσιου χρέους της Ελλάδος, η οποία θα περιορίσει την αναπτυξιακή δυναμική τα επόμενα χρόνια.
Τέλος, σημειώνει πως ο τραπεζικός τομέας θα πρέπει να διαχειριστεί όχι μόνο το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (περίπου 60 δισ. ευρώ), αλλά και τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που θα προκύψουν εξαιτίας της πανδημίας (εκτίμηση για 8-10 δισ. ευρώ), αφού ολοκληρωθούν τα προσωρινά μέτρα αναστολής πληρωμών και τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων.