Χαμηλότερες από το 2009 ήταν το 2019 οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παρακολούθηση της εκπαίδευσης και της κατάρτισης που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έκθεση παρακολούθησης αναλύει τον τρόπο με τον οποίο η εκπαίδευση και η κατάρτιση εξελίσσονται στην ΕΕ και τα κράτη μέλη της. Τα στοιχεία για την Ελλάδα είναι σε σημαντικό βαθμό αφυπνιστικά. Σύμφωνα με την έκθεση:
Οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν σε 3,9% το 2019, από 4,1% το 2009, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 4,6% του ΑΕΠ.
Η δαπάνη ανά σπουδαστή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι στα 4.465 ευρώ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 6.240 ευρώ.
Η δαπάνη ανά σπουδαστή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα ήταν το 2019 στα 2.294 ευρώ, όταν το 2009 ήταν στα 2.640 ευρώ και όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 9.977 ευρώ!
Το 2019 το 43,1 % των ενήλικων ατόμων ηλικίας 30-34 ετών είχαν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο 40,3% της ΕΕ-27.
Το ποσοστό απασχόλησης μεταξύ των πρόσφατων αποφοίτων (20-34 ετών) ήταν 64,2 % το 2019, το χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ (μέσος όρος της ΕΕ 85 %).
Αναφερόμενη στην έκθεση η Επίτροπος αρμόδια για θέματα καινοτομίας, έρευνας, πολιτισμού, εκπαίδευσης και νεολαίας, κ. Μαρία Γκαμπριέλ, δήλωσε τα εξής: «Χαίρομαι ιδιαίτερα που η ψηφιακή εκπαίδευση είναι το κύριο θέμα της φετινής έκθεσης παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης, της εμβληματικής έκθεσης της Επιτροπής για την εκπαίδευση στην Ευρώπη. Πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητο να επέλθουν βαθιές αλλαγές στην ψηφιακή εκπαίδευση και δεσμευόμαστε να αυξήσουμε τον ψηφιακό γραμματισμό στην Ευρώπη. Μόλις πρόσφατα η Επιτροπή πρότεινε δέσμη πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένου του νέου σχεδίου δράσης για την ψηφιακή εκπαίδευση 2021-2027, η οποία θα ενισχύσει τη συμβολή της εκπαίδευσης και της κατάρτισης στην ανάκαμψη της ΕΕ από την κρίση του κορονοϊού και θα συμβάλει στην οικοδόμηση μιας πράσινης και ψηφιακής Ευρώπης».
Οι ψηφιακές δεξιότητες
Σύμφωνα με την έκθεση, παρά τις επενδύσεις των κρατών μελών σε ψηφιακές υποδομές για την εκπαίδευση και την κατάρτιση τα τελευταία χρόνια, εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ανισότητες, τόσο μεταξύ όσο και εντός των χωρών.
Σε αντίθεση με την κοινή άποψη ότι οι σημερινοί νέοι είναι μια «ψηφιακή γενιά», τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι πολλοί δεν αναπτύσσουν επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες. Σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα, πάνω από το 15 % του πληθυσμού των μαθητών δεν διαθέτει επαρκείς ψηφιακές δεξιότητες. Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι εκπαιδευτικοί κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες της ΕΕ σπάνια λαμβάνουν κατάρτιση σχετικά με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και των επικοινωνιών (ΤΠΕ) για τη διδασκαλία, ενώ οι εκπαιδευτικοί αναφέρουν ότι υπάρχει έντονη ανάγκη για επαγγελματική εξέλιξη όσον αφορά τη χρήση των δεξιοτήτων ΤΠΕ για τη διδασκαλία.
Στην ετήσια αξιολόγησή της σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζουν τις μείζονες προκλήσεις στον τομέα της εκπαίδευσης, η Επιτροπή επισημαίνει την πρόοδο όσον αφορά τη μείωση της πρόωρης εγκατάλειψης του σχολείου και την αύξηση της συμμετοχής σε όλους τους εκπαιδευτικούς τομείς.
Ωστόσο, η έκθεση παρακολούθησης επισημαίνει τη διαρκή πρόκληση που συνίσταται στο να αποκτήσουν όλοι οι νέοι βασικές δεξιότητες. Περίπου ένας στους πέντε νέους ηλικίας 15 ετών επιδεικνύει ανεπαρκές επίπεδο ικανοτήτων στην ανάγνωση, τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες για την πλήρη συμμετοχή στην κοινωνία. Δεδομένου του αντίκτυπου του κοινωνικοοικονομικού υπόβαθρου στις επιδόσεις των μαθητών όσον αφορά τις βασικές και ψηφιακές δεξιότητες, είναι ζωτικής σημασίας να αντιμετωπιστούν τα μειονεκτήματα στην εκπαίδευση και την κατάρτιση και να μειωθεί το ψηφιακό χάσμα μεταξύ των μαθητών.