Η ακτινογραφία του δημόσιου χρέους που παρουσίασε την παραμονές Χριστουγέννων ο ΟΔΔΗΧ είχε ένα καλό και ένα …κακό νέο.
Το καλό νέο είναι ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν μπορούν πλέον να αγνοούν το αναμφισβήτητο γεγονός της βιωσιμότητας της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και να εμμένουν στον όγκο του ως ποσοστό του ΑΕΠ καθώς:
- Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του, ήτοι το 97% του συνολικού χρέους είναι με σταθερά και όχι κυμαινόμενα επιτόκια, ήτοι το 97% του χρέους δεν μπορεί να επηρεαστεί σε οποιαδήποτε στιγμή στο μέλλον από τις όποιες νομισματικές αναταραχές, διατηρώντας έτσι απολύτως προβλέψιμες τις δαπάνες εξυπηρέτησής του.
- Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του ήτοι περίπου το 80% παραμένει εκτός διαπραγμάτευσης, δηλαδή εκτός αγοράς, λόγω του ότι αφορά διακρατικό (GLF) χρέος ή χρέος προς τον ESM και ένα πολύ μικρό μέρος στο ΔΝΤ. Και επιπλέον το εκτός αγοράς χρέος είναι με εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια.
- Το κόστος εξυπηρέτησής του παραμένει μακροπρόθεσμα, λόγω των προηγούμενων χαρακτηριστικών, κάτω από το επικίνδυνο όριο του 20% του ΑΕΠ και σήμερα βρίσκεται στο 6,5% των δημοσίων εσόδων, ήτοι ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη.
- Τα κρατικά ομόλογα παρ’ ότι non investment grade ακόμα για τους Οίκους αξιολόγησης, λόγω των προηγούμενων χαρακτηριστικών αλλά και της ενεργοποίησης του PEPP από την ΕΚΤ (με το όριο αγορών της για ελληνικά ομόλογα να ξεπερνά τα συνολικά προς διαπραγμάτευση διαθέσιμα στην δευτερογενή αγορά ελληνικά «χαρτιά») τροφοδοτούν μία χωρίς προηγούμενο υψηλή ζήτηση η οποία συμπιέζει σε ιστορικά χαμηλά τις αποδόσεις τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι εν μέσω πανδημίας το 2020 για την εξασφάλιση συμμετοχής στις εκδόσεις των 12 δισ. ευρώ κρατικών ομολόγων έγιναν προσφορές 77 δισ. ευρώ (!).
- Επιπλέον το περιβόητο μαξιλάρι παραμένει στην άκρη με περισσότερα από 31 δισ. ευρώ διαθέσιμα, ανα πάσα στιγμή.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η συμπεριφορά της αγοράς - και των θεσμικών πλέον επενδυτών – στα ελληνικά ομόλογα έχει στην πράξη «ακυρώσει» την διαβάθμιση non investment grade και τα αντιμετωπίζει – όπως δείχνει η σχετική συγκριτική καμπύλη – περισσότερο θετικά από τα ιταλικά ειδικά από μία διάρκεια και μετά.
Αυτό επιτρέπει στον ΟΔΔΗΧ να κινηθεί μέσα στο 2021, τουλάχιστον μέσα στο Α δίμηνο, περισσότερο ριζοσπαστικά και ίσως να δοκιμάσει εκδόσεις 30ετίας για μικρά βέβαια ποσά.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ο ΟΔΔΗΧ μπορεί να ικανοποιήσει εν μέρη την πολύ μεγάλη – εως και ασφυκτική ζήτηση – χωρίς να αυξήσει το όριο του χρέους. Αυτό έχει την δυνατότητα να το κάνει με την αντικατάσταση μέρους του βραχυπρόθεσμου δανεισμού, των εντόκων γραμματίων, με μεσομακροπρόθεσμους τίτλους, διασφαλίζοντας έτσι ταυτόχρονα και την ήδη πολύ μεγάλη μέση διάρκεια εξυπηρέτησής του. Η οποία είναι ήδη πολύ μεγάλη, 20 έτη και μία από τις «καλύτερες» από την άποψη αυτή στην Ευρωζώνη.
Και το «κακό» νέο.
Οι όροι αυτοί και τα χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους, που το καθιστούν μοναδική περίπτωση στην Ευρωζώνη, δεν αφορούν όμως και το ιδιωτικό χρέος, ειδικά εκείνο που έχει δημιουργηθεί στην διευρυμένη τα τελευταία χρόνια γκάμα των εταιρικών ομολόγων.
Είναι εμφανές ότι η βελτίωση της εικόνας του δημόσιου χρέους έχει κατά κάποιο τρόπο συμπαρασύρει και το ιδιωτικό χρέος, αλλά όχι σε σημείο που να αλλάζει την «ποιότητά» του όσο αφορά την στάση των αγορών. Οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, τραπεζικοί και βιομηχανικοί, εκμεταλλεύτηκαν με επιτυχία αυτή την βελτίωση στο δημόσιο χρέος και έχουν μειώσει σημαντικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους τους.
Αλλά αυτό παραμένει ψηλά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς η διαβάθμιση του non investment grade της αξιολόγησής τους εξακολουθεί να βαραίνει σ’ αυτούς σημαντικά, καθώς δεν διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ακυρώνουν την διαβάθμιση αυτή στο κρατικό χρέος.
Στο σημείο αυτό βέβαια υπάρχει η «γέφυρα» των κρατικών εγγυήσεων, η οποία προς το παρόν χρησιμοποιείται πολύ προσεκτικά. Και αυτό γιατί η παρέμβαση της ΕΚΤ στα εταιρικά ομόλογα ακόμα δεν φαίνεται να μπορεί να αγγίξει «με το μαγικό ραβδάκι της» τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα, παρά μόνο υπό όρους που ελάχιστες των ελληνικών εταιρειών διαθέτουν ή μπορούν να εξασφαλίσουν.
Αυτή η διαφορά, η απόκλιση κόστους, μεταξύ κρατικού και ιδιωτικού χρέους θα εξακολουθήσει να βαραίνει το οικονομικό τοπίο κατά πως φαίνεται μέσα στο εξαιρετικά κρίσιμο 2021. Εκτός και αν οι εξελίξεις από την καθυστερημένη αποτελεσματικότητα των εμβολίων υποχρεώσουν την ΕΚΤ να επεκτείνει τις παρεμβάσεις της.
Αλλά αυτό είναι ένα από τα «μυστικά» που κουβαλάει μαζί του το 2021 και θα περιμένουμε το τέλος της άνοιξης για να το μάθουμε...