Φορολογικά έσοδα που αγγίζουν τα 190 δισ. ευρώ χάνονται κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή των επιχειρήσεων, τις ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις αλλά και την αδυναμία είσπραξης των φόρων από τα κράτη.
Ειδική έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των κρατών-μελών αποκαλύπτει τα κενά στην ανταλλαγή φορολογικών δεδομένων στο εσωτερικό της ΕΕ που όπως αναφέρεται ενδεχομένως ενθαρρύνουν τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή. Για παράδειγμα τα κρυπτονομίσματα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της ανταλλαγής πληροφοριών ενώ δεν είναι υποχρεωτικό για τα κράτη μέλη να αναφέρουν όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων αλλά μόνο τα δεδομένα που είναι άμεσα διαθέσιμα.
Σύμφωνα με την έκθεση η ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ δεν έχει ακόμη φτάσει σε επαρκές επίπεδο ώστε να διασφαλίζεται η δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση στην ενιαία αγορά. Τα προβλήματα δεν αφορούν μόνο το νομοθετικό πλαίσιο της ΕΕ αλλά και την εφαρμογή του στην πράξη και την παρακολούθησή του. Ειδικότερα, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι οι πληροφορίες που ανταλλάσσονταν ήταν χαμηλής ποιότητας και δεν αξιοποιούνταν επαρκώς. Οι ελεγκτές διαπιστώνουν κενά, ελλείψεις ακόμα και απροθυμία κρατών να παράσχουν πλήρεις και αναλυτικές πληροφορίες για το οικονομικό προφίλ εταιρειών και φυσικών προσώπων με στόχο τον εντοπισμό περιπτώσεων φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής και προτείνουν καταγραφή όλων των δραστηριοτήτων με φορολογικό ενδιαφέρον προκειμένου να κλείσουν οι παρακαμπτήριες για τους επιτήδειους.
Στην έκθεση αναφέρεται ότι η κλίμακα των φορολογικών εσόδων που χάνονται στην ΕΕ μόνο από εταιρική φοροαποφυγή εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 50 και 70 δισ. ευρώ ετησίως ενώ το ποσό αυξάνεται σε σχεδόν 190 δισ. ευρώ (περίπου 1,7 % του ΑΕΠ της ΕΕ), εάν συμπεριληφθούν άλλοι παράγοντες, όπως οι ειδικές φορολογικές ρυθμίσεις και η αναποτελεσματική είσπραξη φόρων από τα κράτη.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα των ελεγκτών οι βασικές αιτίες για τα εκτεταμένα κρούσματα φορολογικής απάτης είναι οι ακόλουθες:
1. Οι εταιρίες χρησιμοποιούν επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό για να εκμεταλλεύονται τις διαφορές στους φορολογικούς κανόνες των διαφόρων κρατών μελών με τη μορφή κινήτρων και πλεονεκτημάτων για την προσέλκυση επενδύσεων και να καταβάλλουν όσο το δυνατόν λιγότερο φόρο επί των κερδών τους (επιζήμιος φορολογικός ανταγωνισμός).
2. Τα κρυπτονομίσματα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της ανταλλαγής πληροφοριών. Αν ένας φορολογούμενος διατηρεί χρήματα σε ηλεκτρονικά κρυπτονομίσματα, η πλατφόρμα ή ο άλλος ηλεκτρονικός πάροχος που παρέχει υπηρεσίες χαρτοφυλακίου για τέτοιους πελάτες δεν υποχρεούται να δηλώσει στις φορολογικές αρχές οποιαδήποτε ποσά ή κέρδη αποκτώνται. Συνεπώς, τα χρήματα που διατηρούνται σε τέτοια ηλεκτρονικά μέσα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αφορολόγητα.
3. Το εισόδημα από μερίσματα που δεν προκύπτουν από λογαριασμό θεματοφυλακής (π.χ. μερίσματα που καταβάλλονται μέσω τρεχούμενου λογαριασμού που δεν είναι λογαριασμός θεματοφυλακής από εταιρεία που εδρεύει σε ένα κράτος μέλος σε μέτοχό της που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος) δεν αποτελεί χωριστή κατηγορία εισοδήματος που θα πρέπει να δηλωθεί σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Συνεπώς αν το κράτος μέλος όπου εδρεύει η εταιρεία δεν ανταλλάσσει αυτές τις πληροφορίες με το κράτος μέλος κατοικίας του φορολογούμενου, αυτά τα ποσά μπορεί να παραμένουν αφορολόγητα.
4. Δεν είναι υποχρεωτικό για τα κράτη μέλη να αναφέρουν όλες τις κατηγορίες εισοδημάτων αλλά μόνο τα δεδομένα που είναι άμεσα διαθέσιμα. Κατά συνέπεια, υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ του αριθμού των κατηγοριών πληροφοριών που αναφέρονται από κάθε κράτος μέλος που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη φορολόγηση εισοδημάτων στο κράτος μέλος κατοικίας του φορολογούμενου.
5. Τα έσοδα από ακίνητη περιουσία συνήθως καταγράφονται σε χωριστά τοπικά μητρώα όπου οι φορολογικές αρχές δεν μπορούν εύκολα να τα εντοπίσουν. Η παράλειψη μπορεί επίσης να εξηγηθεί με βάση ένα συγκεκριμένο φορολογικό καθεστώς (π.χ. τα κράτη μέλη που δεν φορολογούν τα προϊόντα ασφάλισης ζωής δεν έχουν άμεσα διαθέσιμες τις αντίστοιχες πληροφορίες στα φορολογικά μητρώα τους). Ενδέχεται επίσης ένα κράτος μέλος να μην τηρεί χωριστά ή διακριτά αρχεία, όπως μπορεί να συμβεί στην περίπτωση εισοδήματος από απασχόληση και αμοιβές διοικητικών στελεχών.
6. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται από τη νομοθεσία να καταγράφουν και να αναφέρουν τους φορολογικούς αριθμούς των δικαιούχων λογαριασμών, ακόμα και αυτούς που έχουν εκδοθεί από άλλα κράτη μέλη. Ωστόσο, από τα δεδομένα που ανταλλάσσονται μεταξύ κρατών μελών, μόνο το 70% των λογαριασμών με δικαιούχους φυσικά πρόσωπα συνδέονται με ΑΦΜ και μόνο το 73% των λογαριασμών με δικαιούχους νομικά πρόσωπα συνδέονται με αριθμό μητρώου εταιρείας. Ένα άλλο πρόβλημα είναι η αλληλεπικάλυψη αρχείων λογαριασμού όπου υπάρχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι. Επιπλέον, ο τρέχων μορφότυπος υποβολής των στοιχείων δεν επιτρέπει την ταυτοποίηση λογαριασμών με περισσότερους του ενός δικαιούχους με αποτέλεσμα οι φορολογικές αρχές να καταλογίζουν το πλήρες ποσό σε πολλούς δικαιούχους, γεγονός που οδηγεί στην αλληλεπικάλυψη των αρχείων λογαριασμών.
Κατάργηση απαλλαγών και προνομίων
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο το κλειδί για την ενίσχυση του οπλοστασίου στη μάχη κατά της φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής είναι η κατάργηση των απαλλαγών και των προνομίων στη φορολόγηση ορισμένων κατηγοριών εισοδημάτων με την προώθηση από την ΕΕ νομοθετικών ρυθμίσεων που θα καταστήσουν υποχρεωτική για τα κράτη μέλη την υποβολή όλων των κατηγοριών εισοδήματος, την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληροφοριών ώστε να συμπεριλάβει τα κρυπτονομίσματα, το εισόδημα από μερίσματα και ακίνητα καθώς και τις εκ των προτέρων διασυνοριακές φορολογικές αποφάσεις που εκδίδονται για φυσικά πρόσωπα.