Εργασία εξ αποστάσεως για το 35%-37% των απασχολουμένων, με το 12% των θέσεων σε πλήρη τηλεργασία, θα μπορούσε να αφήσει «κληρονομιά» για την Ελλάδα η κρίση του κορονοϊού και οι αλλαγές που έφερε στην αγορά εργασίας.
Η παραπάνω εκτίμηση περιλαμβάνεται στην Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για την Οικονομία το 2020 όπου καταγράφονται οι τάσεις στην τηλεργασία προ και μετά πανδημίας.
Στην προ πανδημίας εποχή, η Ελλάδα ήταν μία από τις χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά τηλεργαζομένων στην Ευρώπη: το 2019 κατατασσόταν 20ή στην ΕΕ-27 ως προς το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται τακτικά ή κάποιες φορές από το σπίτι (5,2%), με το ποσοστό αυτό να είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο της ΕΕ-27 (14,4%), αν και έχει αυξηθεί σε σχέση με το 2009 (4,3%). Επίσης, οι αυτοαπασχολούμενοι εργάζονταν σε ποσοστό 4,9% κάποιες φορές από το σπίτι και 3% τακτικά, ενώ τα ποσοστά για τους μισθωτούς ήταν 2,9% και 1,4% αντίστοιχα.
Στα κράτη-μέλη της ΕΕ-27, αντίστοιχα, ο μέσος όρος της τηλεργασίας προ πανδημίας κινείτο στο 14,4%, με σημαντικές, ωστόσο, διαφοροποιήσεις: σε χώρες όπως η Σουηδία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία το ποσοστό των ατόμων που εργάζονταν από το σπίτι τακτικά ή μερικές φορές ήταν πάνω από 30%, ενώ αντίθετα ήταν κάτω από 10% σχεδόν στα μισά κράτη-μέλη της ΕΕ.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της ΤτΕ, η υστέρηση ανάπτυξης της τηλεργασίας στην Ελλάδα ήταν βασικά συνάρτηση του χαμηλού ψηφιακού αλφαβητισμού και του ανεπαρκούς ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας στην προ της πανδημίας εποχή. Στην Ελλάδα ο ρυθμός ψηφιακού μετασχηματισμού, όπως μετράται από τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (Digital Economy and Society Index – DESI), παρέμεινε χαμηλός μεταξύ 2015 και 2019 σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα το 2019 η Ελλάδα να κατατάσσεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Η ικανότητα της χώρας να προωθήσει τη διείσδυση των ψηφιακών τεχνολογιών απαιτεί τη διαθεσιμότητα ατόμων με τις απαραίτητες ψηφιακές γνώσεις. Όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μόνο το 51% του πληθυσμού διέθετε το 2019 βασικές ή πάνω από τις βασικές ψηφιακές δεξιότητες (ΕΕ-27: 56%), ενώ το ποσοστό των ειδικών του τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) στο σύνολο των εργαζομένων το 2019 ήταν μόλις 2,1%, το μικρότερο στην ΕΕ-27 (μέσος όρος ΕΕ-27: 3,9%), αν και έχει σημειωθεί κάποια μικρή πρόοδος κατά τα τρία προηγούμενα έτη.
Συνολικά, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα έντονο “ψηφιακό χάσμα”, με σημαντικές κοινωνικοοικονομικές διαφορές στην πρόσβαση και χρήση ψηφιακών τεχνολογιών. Η Ελλάδα κατέλαβε την 53η θέση μεταξύ 63 χωρών στην παγκόσμια κατάταξη ψηφιακής ανταγωνιστικότητας για το 2019.
Ως αποτέλεσμα της πανδημίας, περίπου το 40% των εργαζομένων στην ΕΕ βρέθηκε σε τηλεργασία πλήρους απασχόλησης, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Eurofound.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση της ΤτΕ, η τηλεργασία τείνει να είναι πιο διαδεδομένη στις υπηρεσίες έντασης γνώσης (knowledge intensive) και στον τομέα των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ): κατά μέσο όρο το 2018 στην ΕΕ-27 πάνω από το 40% των εργαζομένων του τομέα ΤΠΕ εργαζόταν ήδη από το σπίτι τακτικά ή μερικές φορές, ενώ το ποσοστό ήταν επίσης υψηλό (μεγαλύτερο από 20%) στον τομέα των χρηματοοικονομικών και της ασφάλισης. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, χρήση της τηλεργασίας έκαναν κυρίως οι εργαζόμενοι υψηλών προσόντων/δεξιοτήτων και τα ανώτερα στελέχη που το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας τους απαιτεί τη χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και που απολαμβάνουν υψηλό βαθμό αυτονομίας. Αντίστοιχα, οι χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά απασχόλησης σε υπηρεσίες έντασης γνώσης και ΤΠΕ παρουσίαζαν και τα μεγαλύτερα ποσοστά τηλεργασίας.
Στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον εργασιακό χώρο ως αποτέλεσμα της πανδημίας του COVID-19, η τηλεργασία παγκοσμίως φαίνεται ότι θα επικρατήσει ακόμη και όταν η οικονομική δραστηριότητα επιστρέψει σταδιακά σε μια νέα κανονικότητα. Όπως αναφέρεται στην Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ, οι εργοδότες φαίνεται να έχουν διακρίνει μια ευκαιρία να μειώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα περιορίζοντας τους χώρους γραφείων στους απολύτως αναγκαίους. Τα αποτελέσματα ερευνών που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων δείχνουν ότι, μόλις αρθούν πλήρως και οριστικά τα μέτρα περιορισμού, η χρήση της τηλεργασίας είναι πιθανόν να παραμείνει υψηλότερη από ό,τι πριν από την πανδημική κρίση.
Σύμφωνα με ad hoc μελέτη της ΕΚΤ, η “περισσότερη” εργασία από απόσταση αποτελεί την πιο συχνή απάντηση σχετικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της πανδημίας στις δραστηριότητες μιας επιχείρησης. Συγχρόνως, το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων δεν πιστεύει ότι η αυξημένη τηλεργασία λόγω των μέτρων περιορισμού οδήγησε σε μείωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων τους. Αντίστοιχα, τα αποτελέσματα έρευνας της KPMG δείχνουν ότι η εξ αποστάσεως εργασία είναι πλέον μια αποδεκτή μορφή εργασίας, εργαζόμενοι και προϊστάμενοι κρίνουν ότι η παραγωγικότητα είτε δεν έχει επηρεαστεί είτε έχει επηρεαστεί θετικά, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων θεωρεί ότι η εξ αποστάσεως εργασία θα ενσωματωθεί στην πολιτική των επιχειρήσεων (π.χ. χρήση της τηλεργασίας μία φορά την εβδομάδα).
Για την ΕΕ-27 εκτιμάται ότι περίπου το 37% της εξαρτημένης απασχόλησης μπορεί να πραγματοποιηθεί εξ αποστάσεως. Αντίστοιχα, μελέτες δείχνουν ότι το 37% όλων των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ και πάνω από το 1/3 στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες θα μπορούσε ενδεχομένως να εκτελεστεί από το σπίτι, καθώς και ότι οι μεταβολές στην αγορά εργασίας που προκαλούνται από την πανδημία είναι πιθανόν να έχουν μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στις εργασιακές σχέσεις. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 35%-37% των απασχολουμένων θα μπορούσε να εργαστεί από απόσταση (με το 12% των θέσεων σε πλήρη τηλεργασία).
Φωτογραφία: Getty / Ideal Images