Ο κλάδος της μεταποίησης στη Ελλάδα, ναι μεν επλήγη από την πανδημία του κορονοϊού, ωστόσο οι απώλειες, κυρίως σε όρους παραγωγής, ήταν κατά πολύ μικρότερες σε σχέση με το σύνολο της οικονομίας, όπως διαπιστώνει στην εβδομαδιαία οικονομική της ανάλυση η Eurobank.
Αυτό το αποτέλεσμα αντανακλά την ασυμμετρία που χαρακτηρίζει την υγειονομική κρίση ως προς τον βαθμό ευαισθησίας των επί μέρους κλάδων σε αυτή. Συγκεκριμένα, η πραγματική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στη μεταποίηση μειώθηκε κατά -1,3% YoY το 2020 (-8,1% YoY στο σύνολο της οικονομίας) και η απασχόληση, μετρούμενη σε ώρες εργασίας, συρρικνώθηκε κατά -6,4% YoY (-11,2% ΥοΥ στο σύνολο της οικονομίας). Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα προαναφερθέντα στοιχεία, η άμεση συνεισφορά του κλάδου της μεταποίησης στην ελληνική οικονομία το 2020 ανήλθε στο 10,4% του συνόλου της πραγματικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας (16,5% στην Ευρωζώνη) και στο 8,3% των συνολικών ωρών εργασίας (13,5% στην Ευρωζώνη).
Από το τέλος του 2013 μέχρι το τέλος του 2019, δηλαδή στην 6ετία που μεσολάβησε ανάμεσα στον πυθμένα της μεγάλης ελληνικής ύφεσης και το ξέσπασμα της πανδημίας του κορoνοϊού COVID-19, ο κλάδος της μεταποίησης στην Ελλάδα ακολούθησε ανοδική τροχιά (με εξαίρεση το 2016) καταγράφοντας έναν μέσο ρυθμό μεγέθυνσης – σε όρους πραγματικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας – της τάξης του 1,8% YoY, όπως αναφέρει η Eurobank. Το αντίστοιχο μέγεθος για το σύνολο της οικονομίας ήταν μόλις 0,6% YoY. Παράλληλα με την ενίσχυση της παραγωγής, αυξητικά κινήθηκαν και οι ώρες εργασίας στη μεταποίηση με έναν μέσο ρυθμό της τάξης του 0,8% YoY έναντι 0,4% YoY για το σύνολο της οικονομίας. Ως εκ τούτου, πέραν της απασχόλησης – μετρούμενη σε ώρες εργασίας – η αύξηση της πραγματικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στη μεταποίηση την 6ετία 2013-2019 προήλθε και από αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Ο κλάδος της μεταποίησης δύναται να συμβάλει καθοριστικά τα επόμενα χρόνια στην ενίσχυση της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Επιπρόσθετα, μέσω υιοθέτησης νέων τεχνολογιών, δηλαδή ενός εκ των βασικών συστατικών αύξησης της ανταγωνιστικότητας (εξίσου σημαντικό είναι το σταθερό φορολογικό πλαίσιο), μπορεί να απορροφήσει ένα μέρος του ανθρώπινου δυναμικού που χαρακτηρίζεται από υψηλό ανθρώπινο κεφαλαίο, με ευεργετικές επιδράσεις για την απασχόληση και τους μισθούς.
Στο 1ο δίμηνο του 2021, ο δείκτης παραγωγής στη μεταποίηση αυξήθηκε σε ετήσια βάση κατά 1,9% και σε σύγκριση με το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2020 ενισχύθηκε κατά 3,4%. Επιπρόσθετα, τον Μάρτιο 2021, ο δείκτης PMI μεταποίησης ξεπέρασε το όριο των 50 μονάδων δείκτη (PMI > 50 μονάδες: βελτίωση των λειτουργικών συνθηκών) για πρώτη φορά από τον Φεβρουάριο 2020. Τα εν λόγω αποτελέσματα δείχνουν ότι ο κλάδος της μεταποίησης στην Ελλάδα παρουσίασε ανθεκτικότητα στο παρατεταμένο lockdown. Η προβλεπόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας το 2021 και δη των σημαντικών εμπορικών εταίρων της ελληνικής οικονομίας (λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πανδημίας, οι εκτιμήσεις για την πορεία των οικονομιών διεθνώς υπόκεινται σε υψηλό βαθμό αβεβαιότητας), δύναται να δώσει ώθηση στον τομέα της μεταποίησης. Θετικές επιδράσεις αναμένεται να ασκήσει και το άνοιγμα του τουρισμού, καθότι πολλά προϊόντα που συμπληρώνουν αυτές τις υπηρεσίες (π.χ. τρόφιμα) παράγονται, μεταποιούνται και προσφέρονται από εγχώριες επιχειρήσεις και επιπλέον διαφημίζονται σε καταναλωτές και παραγωγούς στην αλλοδαπή. Τέλος, πέραν των προαναφερθεισών θετικών προοπτικών, θα πρέπει να αναφέρουμε και ένα αρνητικό κίνδυνο για την πορεία του τομέα της μεταποίησης το 2021. Αυτός αφορά την άνοδο του κόστους εισροών εξαιτίας των διαταραχών που προκάλεσε η πανδημία στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Μείωση 33,2% στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τον Φεβρουάριο 2021
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για τον μήνα Φεβρουάριο 2021, οι ελληνικές εξαγωγές συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών ανήλθαν σε €2.880,6 εκατ., αυξημένες κατά €226,4 εκατ. (ή κατά 8,5%) σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2020. Αντίθετα, οι εισαγωγές κατέγραψαν πτωτική πορεία με αποτέλεσμα να διαμορφωθούν σε €4.022,2 εκατ. έναντι €4.362,6 εκατ. τον Φεβρουάριο του 2020 (ήτοι μείωση -7,8%).
Ως εκ τούτου, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά τον μήνα Φεβρουάριο 2021 ανήλθε σε €1.141,6 εκατ. έναντι ελλείμματος €1.708,4 εκατ. τον ίδιο μήνα πέρυσι, παρουσιάζοντας μείωση της τάξης του 33,2%. Παρόμοια είναι η εικόνα των εμπορευματικών συναλλαγών για τον Φεβρουάριο 2021 ακόμα και αν εξαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή, με τις εξαγωγές να σημειώνουν αύξηση της τάξης του 3,7%, ανερχόμενες σε €2.124,8 εκατ. Οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά €173,3 εκατ., (ήτοι κατά -5,1%) και ως εκ τούτου το εμπορικό έλλειμμα από €1.347 εκατ. πέρυσι, ανήλθε σε €1.097,7 εκατ. φέτος, με τη μείωση να διαμορφώνεται στα €249,3 εκατ., δηλαδή κατά -18,5%.
Για το διάστημα Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2021, οι ελληνικές εξαγωγές κατέγραψαν μείωση της τάξης του 2%, καθώς από €5.508,8 εκατ. το 2020, διαμορφώθηκαν σε €5.400,9 εκατ. το 2021. Μεγαλύτερη ήταν η πτώση των εισαγωγών αγαθών, κατά -12,2%, με αποτέλεσμα να ανέλθουν σε €7.995,9 εκατ. έναντι €9.110,7 εκατ. πέρυσι. Συνεπώς, το εμπορικό ισοζύγιο για το πρώτο δίμηνο του 2021 παρουσίασε έλλειμμα ύψους €2.595,0 εκατ., βελτιωμένο κατά €1.006,9 εκατ., δηλαδή 28,0%, σε σχέση με το αντίστοιχο δίμηνο πέρυσι. Εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή, η εικόνα αντιστρέφεται με τις εξαγωγές να παρουσιάζονται αυξημένες κατά €95,3 εκατ., δηλαδή κατά 2,4%, ανερχόμενες σε €4.136,9 εκατ.
Όσον αφορά στις εξαγωγικές επιδόσεις ανά κλάδο στο πρώτο δίμηνο του 2021, επισημαίνεται ότι οι κατηγορίες αγαθών (εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών) με τη μεγαλύτερη συνεισφορά ήταν τα χημικά προϊόντα (με σημαντικότερη κατηγορία τα φαρμακευτικά), τα οποία συνέχισαν την ανοδική τους πορεία (αύξηση €119,7 εκατ., ή 15,7%), οι πρώτες ύλες (€34,6 εκατ., ή 14,1%) και τα τρόφιμα (€32,2 εκατ., ή 3,9%). Άνοδο σημείωσαν επίσης οι εξαγωγές βιομηχανικών ειδών ταξινομημένων κατά πρώτη ύλη (€19,3 εκατ., ή 2,3%) και ποτών και καπνών (€6,2 εκατ., ή 5,0%).1 Αντίθετα, σημαντική μείωση εξαγωγών παρατηρήθηκε στις εξαγωγές των διάφορων βιομηχανικών προϊόντων (€68,3 εκατ., ή 14,5%), στα μηχανήματα-οχήματα (€17,4 εκατ., ή 3,4%), στα λίπη και έλαια (€5,0 εκατ., ή 3,8%) και στα μη ταξινομημένα προϊόντα (€11,4 εκατ., ή 14,5%).
Τέλος, σε επίπεδο προορισμών όπου απεστάλησαν τα ελληνικά προϊόντα, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης απορρόφησαν το 54,5% των ελληνικών εξαγωγών, το οποίο αντιστοιχεί σε €2.942,5 εκατ. και οι Τρίτες Χώρες το 45,5%, δηλαδή €2.458,4 εκατ., ενώ χωρίς τα πετρελαιοειδή τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 67% για τις χώρες της ΕΕ και 33% για τις Τρίτες Χώρες.