Σε σημαντική αναθεώρηση των προοπτικών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προχώρησε και η UniCredit, μετά την HSBC, εκτιμώντας πλέον πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2021 θα διαμορφωθεί στο 5,5% από 2,5%, αναθεωρώντας επί τα χείρω την εκτίμηση για το 2022 στο 3% από 5%.
Η αναθεώρηση αντικατοπτρίζει κυρίως μια ισχυρότερη από το αναμενόμενο, εκκίνηση του τρέχοντος έτους, καθώς για το α’ τρίμηνο, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 4,4% σε τριμηνιαία βάση, που είναι ο ταχύτερος ρυθμός από το 2000, ξεπερνώντας έτσι τις προσδοκίες του ιταλικού οίκου για μία θετική αλλά συγκρατημένη αύξηση μετά τα παρατεταμένα περιοριστικά μέτρα. Επιπλέον, το α' τρίμηνο το ΑΕΠ διευρύνθηκε για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο (μετά από το 3,8% του γ΄τριμήνου σε τριμηνιαία βάση και το 3,5% στο δ' τρίμηνο), οδηγώντας σε σημαντική μείωση τoy χάσματος με τα προ πανδημίας επίπεδα, το οποίο τώρα διαμορφώνεται στο 2,7%. Παράλληλα, οι έρευνες και τα λίγα διαθέσιμα δεδομένα, αποτυπώνουν μια σταθερή αναπτυξιακή δυναμική και το β' τρίμηνο του έτους, αφού ο δείκτης PMI μεταποίησης αυξήθηκε στο 58 τον Μάιο, το υψηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2000, και ο δείκτης εμπιστοσύνης υπηρεσιών ανέκαμψε σταθερά πάνω από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του.
Η δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών είναι πιθανό να ενισχυθεί περαιτέρω στο β’ τρίμηνο του 2021, επωφελούμενη από την «έκρηξη» της κατανάλωσης και μια μέτρια ανάκαμψη στον τουρισμό που τροφοδοτείται από την πρόοδο των εμβολιασμών σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ωστόσο, σύμφωνα με την UniCredit, μια πειστική ανάκαμψη στον τουρισμό πιθανότατα δεν θα υλοποιηθεί πριν από το 2022.
Στο πολιτικό προσκήνιο, ο ιταλικός οίκος αναφέρει πως ο Έλληνας πρωθυπουργός προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία σχετικά με την εξασφάλιση νέων ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων και την πρόσβαση στις αγορές για να συνεχίσει την ατζέντα των μεταρρυθμίσεων, η οποία αναβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό λόγω της πανδημίας. Έχοντας περάσει ένα αμφιλεγόμενο σαρωτικό νομοσχέδιο για τον εκσυγχρονισμό της αγοράς εργασίας ενάντια σε μια ενωμένη αντιπολίτευση στο κοινοβούλιο, η κυβέρνηση πιέζει τώρα με δύο μη δημοφιλείς νομοθετικές πρωτοβουλίες, την εισαγωγή ενός νέου επικουρικού συνταξιοδοτικού συστήματος και την μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η πρώτη πρόταση έχει ήδη συναντήσει σθεναρή αντίσταση από την αντιπολίτευση, με τα αριστερά κόμματα να αντιδρούν σε αυτό που θεωρείται ως ιδιωτικοποίηση του συνταξιοδοτικού συστήματος. Η κυβέρνηση στοχεύει να περάσει τους νόμους αυτούς πριν από το φθινόπωρο, όταν θα αρχίσει η εκκαθάριση ορισμένων μέτρων για τον περιορισμό της κρίσης (όπως οι απολύσεις και το πάγωμα των απολύσεων) και κινδυνεύει να κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας για μεταρρυθμίσεις εν μέσω αυξανόμενης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η τελευταία αναμένεται να αυξηθεί και λόγω της πρόσφατης άρσης της απαγόρευσης των κατασχέσεων της πρώτης κατοικίας των οφειλετών που επλήγησαν από την πανδημία (αν και στους οφειλέτες που ορίζονται ως «ευάλωτοι» θα προσφερθεί πρόγραμμα αγοράς και επαναμίσθωσης μέσω κρατικού φορέα).
Επιπλέον, όπως επισημαίνει η UniCredit, ο υπουργός Οικονομικών ανακοίνωσε πρόσφατα ότι η κυβέρνηση θα δεσμεύσει επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ για να διασφαλίσει ότι οι επιχειρήσεις που πλήττονται από την κρίση θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους πριν τα κέρδη ανακάμψουν. Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση θα επεκτείνει τις επιδοτήσεις και τις επιχορηγήσεις που καλύπτουν πάγια έξοδα για ενοίκια και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Με τον τρόπο αυτό αυξάνεται το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων για το 2021 κοντά στο 6,5% του ΑΕΠ (11 δισ. ευρώ), παρόμοιο με αυτό που είχε δεσμευτεί το 2020. Κατά συνέπεια, το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να αυξηθεί στο 9,9%, από 9,7% το 2020, προτού υποχωρήσει στο 4,7% το 2022. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος θα φτάσει στο 206,1% του ΑΕΠ το 2021, προτού υποχωρήσει ελαφρώς το 2022 στο 205,8% του ΑΕΠ, επίπεδο υψηλότερο από το 2020.
Φωτογραφία: Getty Images/Ideal Image