Η πρόσφατη ανακοίνωση του δημοκρατικού κόμματος στις ΗΠΑ, για ενα επιπλέον πακέτο δημοσιονομικών δαπανών ύψους 2,9 τρισ. δολαρίων για υποδομές, βάζει την Ευρωζώνη μπροστά σε οικονομικό και πολιτικό δίλημμα.
Στις ΗΠΑ η «γραμμή» είναι και πάλι πολλά βήματα μπροστά από την Ευρωζώνη, καθώς επιλέγουν να ξεκινήσουν – ίσως και μέσα στον Νοέμβριο – την σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής με την εκκίνηση του Tapering από την Fed και ταυτόχρονα να χαλαρώσουν σε ιστορικά πρωτοφανή επίπεδα την δημοσιονομική τους πολιτική.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον με 12% αύξηση του ΑΕΠ (σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία), 5% πληθωρισμό και έλλειμμα που αγγίζει το 1/3 του ΑΕΠ (!).
Αντίθετα στην Ευρωζώνη, η ΕΚΤ με την τελευταία απόφασή της ανέβαλε για τον Δεκέμβριο τις αποφάσεις για το πότε θα κλείσει το PEPP.
Ανάγγειλε βέβαια ενα “ρεγουλάρισμα” των αγορών τίτλων χρέους σε χαμηλότερα επίπεδα, αλλά την ίδια στιγμή στο Eurogroup, έχει ήδη αρχίσει ο καυγάς, όχι για ένα νέο και μεγαλύτερο Ταμείο Ανάκαμψης (NGEU) – όπως κάνει η Ουάσιγκτον - αλλά για το πόσο γρήγορα θα επιστρέψουν οι οικονομίες στην δημοσιονομική εποπτεία του Συμφώνου Σταθερότητας και το περιβόητο «six pack»...
Για την Ελλάδα το μείγμα οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης που διαμορφώνεται μέχρι τώρα μπορεί να γίνει πολύ... επικίνδυνο.
Και αυτό γιατί παραπέμπεται στον Δεκέμβριο η απόφαση για το τέλος του PEPP με το οποίο έχει μέχρι στιγμής εξασφαλισθεί μία χωρίς προηγούμενο «πηγή» χρηματοδότησης μηδενικού (επιτοκιακού) κόστους.
Το τέλος του PEPP ανατρέπει το κόστος χρηματοδότησης της εγχώριας οικονομίας. Είναι βέβαια αναμενόμενο οτι ούτε η ΕΚΤ ούτε το Eurogroup θέλουν να απασφαλίσουν με το τέλος του PEPP μία ωρολογιακή βόμβα χρέους (σ.σ. την Ελλάδα) στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Και γι΄ αυτό κάποιες προβλέψεις αναμένεται οτι θα διασφαλίσουν οτι τίποτα το “εκρηκτικό” δεν πρόκειται να συμβεί.
Παραμένει όμως το θέμα της βέβαιης επαν-εργοποίησης του Συμφώνου Σταθερότητας από την 1/1/2023, γεγονός που για την Ελλάδα – αν στο μεταξύ δεν υπάρξουν σοβαρές αλλαγές στον τρόπο εφαρμογής του – σημαίνει επιστροφή στις δεσμεύσεις των πρωτογενών πλεονασμάτων σε μία οικονομία με ακόμα μεγαλύτερο χρέος...
Αυτό όμως δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, η επαν-ενεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας το 2023 θα βρει τουλάχιστον πέντε οικονομίες να παραβιάζουν τους κανόνες του.
Η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ιταλία και η Πορτογαλία θα πρέπει να τεθούν σε καθεστώς αυξημένης εποπτείας λόγω της υπέρβασης των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου...
Και το ερώτημα που αρχίζει να συζητείται στο Eurogroup είναι αν η οικονομία της Ευρωζώνης μπορεί να ανακάμψει από το σημείο που θα βρίσκεται στα τέλη του 2022, χωρίς την βραχυμεσοπρόθεσμη νομισματική στήριξη της ΕΚΤ και δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης ικανά να στηρίξουν την απασχόληση σε ενα περιβάλλον σαφώς υψηλότερου πληθωρισμού.
Με άλλα λόγια με μία πολιτική πολύ πίσω από εκείνη με την οποία η Ουάσιγκτον δρομολογεί την προσπάθεια “εξόδου” από την διπλή κρίση της οικονομίας και της πανδημίας.
Ισχυρή μερίδα οικονομικών αναλυτών υποστηρίζουν ότι η Ευρωζώνη αν δεν «ρεγουλάρει» τη γραμμή που αυτή την στιγμή διαφαίνεται ότι ακολουθεί και η οποία δεν διαφέρει ιδιαίτερα από εκείνη της διετίας 2010 – 2011 (στην οποία ο Ζαν Κλωντ Τρισέ αύξησε τα επιτόκια και οι κυβερνήσεις «έσφιξαν» τις δημοσιονομικές πολιτικές), θα οδηγηθεί εκ νέου σε περιπέτειες πιo σοβαρές από εκείνες που υποχρέωσαν τον Μάριο Ντράγκι να δεσμευθεί οτι η ΕΚΤ θα κάνει “what ever it takes”... Πράγμα που χρειάσθηκε τελικά να κάνει.
Οι μέχρι στιγμής ενδείξεις αποτυπώνουν κάποιες κινήσεις που επιχειρούν τον «τετραγωνισμό του κύκλου», ήτοι «αλλαγές» στον τρόπο εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας, χωρίς αλλαγές στο ίδιο το Σύμφωνο.
Κάτι τέτοιο φαίνεται να επεξεργάζονται στην Κομισιόν μέσω της προσαρμογής των «κανόνων» που ερμηνεύουν την εφαρμογή του Συμφώνου...
Σε τέτοιες «ασκήσεις» υπάρχει άλλωστε μεγάλη εμπειρία στην Κομισιόν...
Όλα αυτά όμως θα περιμένουν τα αποτελέσματα των γερμανικών εκλογών και τον σχηματισμό κυβέρνησης κάπου εκεί κοντά στο τέλος του έτους. Δηλαδή όταν η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει για το PEPP. Πολύ πιθανώς η διαδικασία να «ρεγουλαρισθεί» στην τελική της μορφή μετά τις γαλλικές εκλογές που - τι σύμπτωση – σχεδόν συμπίπτουν χρονικά με το τέλος του PEPP.
Κάπου εκεί θα αρχίσει να καθαρίζει οριστικά ο πολιτικός ορίζοντας και να διαμορφώνονται οι μεταβλητές της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής.
Τότε θα μπορούν να γίνουν με μεγαλύτερη βεβαιότητα και οι πολιτικοί υπολογισμοί που ίσως να φέρουν πιο κοντά τις κάλπες και στην Ελλάδα...
Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς οτι η προοπτική εκλογών ποτέ δεν κάνει καλό στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.