Ρυθμό ανόδου του ελληνικού ΑΕΠ που μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 7% ή και στο 8% φέτος αναμένουν, σύμφωνα με πληροφορίες, οι θεσμοί. Η επίτευξη ρυθμού κοντά στο 8% συνδέεται και με την ομαλή εξέλιξη των συνθηκών στην αγορά το τελευταίο τρίμηνο, αλλά και με το αν θα κυλήσουν ομαλά κάποια «τεχνικής» φύσης ζητήματα αναφορικά με τον τρόπο υπολογισμού στοιχείων των επενδύσεων (μεταβολή αποθεμάτων) στο ΑΕΠ.
Η ώθηση αυτή, εξηγούν πηγές από τις Βρυξέλλες, συνδέεται κυρίως με ταχύτερη από την αναμενόμενη επιστροφή της οικονομίας στα προ πανδημίας επίπεδα. Αναμένεται να συνεχίσει και το 2022, αλλά σε χαμηλότερο βαθμό, καθώς για παράδειγμα ήδη οι τελευταίες προβλέψεις αναφέρουν ότι ο τουρισμός θα επανέλθει όχι στο 45% αλλά στο 55%-60% των επιπέδων του 2019.
Τούτο συνεπάγεται, εξηγούν οι ίδιες πηγές, πως οι εκτιμήσεις για το 2022 γίνονται πιο δύσκολες και πιο συντηρητικές. Όπως επισημαίνεται, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο αλλά αυτό συμβαίνει σε διεθνές επίπεδο: Η ανάκαμψη από έναν εξωγενή παράγοντα, όπως εν προκειμένω η πανδημία, προς το παρόν φαίνεται να είναι ταχύτερη από το αναμενόμενο (δηλαδή τύπου U και όχι τύπου L) και κατά συνέπεια το comeback της οικονομίας φέτος είναι πολύ πιο εντυπωσιακό.
Το στοίχημα για το 2022 προέρχεται από τρεις πηγές, εξηγούν αρμόδιες πήγες:
1. Πρώτον από την πορεία της πανδημίας. Θυμίζουν την τοποθέτηση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στο Ευρωκοινοβούλιο. Έδωσε έμφαση στον κίνδυνο για μία πανδημία ανεμβολίαστων. Επίσης παράγοντας ασάφειας διεθνώς είναι η πορεία των τιμών αλλά και οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
2. Δεύτερον το κατά πόσο ένα μεγάλο μέρος από αυτήν την ανάκαμψη δεν συνδέεται με την επιστροφή στα επίπεδα του 2019 (και άρα δεν είναι προσωρινού χαρακτήρα), αλλά έχει μόνιμα στοιχεία. Θετικό είναι στην περίπτωση της Ελλάδας πως υπάρχουν σημάδια ενδογενούς ανόδου: Οι μεγάλες επενδυτικές συμφωνίες των τελευταίων ημερών, η μεγάλη κινητικότητα στον τουριστικό τομέα, αλλά και τα σημάδια επιτάχυνσης της βιομηχανίας και των εξαγωγών. Δίνουν ελπίδες βιωσιμότητας της ανάκαμψης τα οποία όμως, όπως εξηγούν, θα πρέπει να αποτιμηθούν το επόμενο διάστημα.
3. Ο τρίτος παράγοντας είναι το Σχέδιο Ανάκαμψης για το νέο ΕΣΠΑ. Το πλεονέκτημα είναι ότι όσο η Ελλάδα συνεχίζει να τρέχει από πλευράς εφαρμογής του Σχεδίου (σ.σ. προχωρά η συμφωνία με την ΕΤΕπ, τα προαπαιτούμενα της 1ης δόσης και το 2ο πακέτο εντάξεων), σύντομα θα αρχίσουν να ενεργοποιούνται επενδύσεις. Οι δαπάνες τους μοιραία θα έχουν μία χρονική υστέρηση και θα φανούν κυρίως το 2022. Το ίδιο ισχύει - σε μεγάλο βαθμό - και με τις πρώτες μεγάλες πληρωμές για τις επενδύσεις που θα γίνουν μέσω του νέου ΕΣΠΑ. Ακόμη και οι δαπάνες για το πλήγμα της πανδημίας π.χ. πυρκαγιές) σε μεγάλο βαθμό θα γίνουν το 2022.
Αν λοιπόν οι παραπάνω παράγοντες έχουν καλή εξέλιξη τότε και η ανάπτυξη το 2022 θα είναι ισχυρή, αφού θα υπάρχει μία νέα (επενδυτική και όχι υφεσιακή αυτή τη φορά) επίπτωση βάσης που θα προκαλέσει ώθηση. Υπενθυμίζεται πως η πρόβλεψη της ελληνικής κυβέρνησης είναι για ρυθμό ανάπτυξης άνω του 6% τον επόμενο χρόνο με το δεδομένο της ανάπτυξης κατά 3,6% φέτος και όχι κατά 5,9% που είναι η νέα επίσημη πρόβλεψη.
Πιο δύσκολο γίνεται το στοίχημα ενδεχομένως από το 2023 και μετά επισημαίνουν στελέχη της αγοράς. Τότε η οικονομία θα έχει φτάσει ήδη σε ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης (σ.σ. στο καλό πάντα σενάριο για την εξέλιξη της πανδημίας αλλά και για την ενδογενή ενίσχυση της δυναμικής οικονομίας μέσω επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων). Άρα, η βάση μέτρησης θα έχει φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο και κάθε επιπρόσθετη άνοδος του ΑΕΠ θα γίνεται με πιο πολύ κόπο. Ιδιαίτερα αν οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν καταλήξουν σε μία συμφωνία για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες η οποία και να δίνει γενικότερη ευεξία τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και να προβλέπει ειδικούς όρους και την καταγραφή και για τη διενέργεια επενδύσεων (πράσινων και όχι μόνο).