Μπορεί σήμερα για το ελληνικό οικονομικό επιτελείο το βασικό μέλημα να είναι η έναρξη των 2ήμερων διαπραγματεύσεων «κορυφής» στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, δηλαδή της διαδικασίας που επιχειρείται να τελειώσει τον Ιούνιο του 2022 για να επιστρέψει η Ελλάδα στην «κανονικότητα» των Δημοσιονομικών Κανόνων που ισχύουν για όλα τα κράτη, αλλά για την Ευρώπη είναι η ημέρα έναρξης μίας πολύμηνης μάχης για την αλλαγή των εν λόγω κανόνων. Η Ελλάδα έχει εκφράσει τη θέση της, αλλά οι αποφάσεις προφανώς θα κριθούν από τη στάση άλλων κρατών και θα επηρεάσουν καίρια το περιθώριο που θα έχει η χώρα τα επόμενα χρόνια για την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής.
Το ζήτημα είναι ότι λόγω των μέτρων στήριξης που ελήφθησαν ανά την ΕΕ - και συνεχίζουν να λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης - τα ελλείμματα έχουν αυξηθεί και έχουν τροφοδοτήσει (μαζί με την ύφεση) τα χρέη. Έτσι, σε κράτη όπως η Ελλάδα και η Ιταλία (που είχαν από πριν πολύ μεγάλο πρόβλημα), οι κανόνες που ισχύουν από το 1997 και αναθεωρήθηκαν για τελευταία φορά το 2015 υποστηρίζεται – από τους θεσμούς και την πλειονότητα των κρατών – πως δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθούν ως έχουν. Υπάρχουν όμως και οι «8» του Βορά που διαφωνούν και υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να αλλάξουν, τουλάχιστο έως το 2023.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ελλάδα (και την Ιταλία) είναι ο κανόνας του χρέους: η υποχρέωση να μειώνεται κατά ένα εικοστό ετησίως στο κομμάτι που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Είναι ένας κανόνας που οδηγεί σε πρωτογενή πλεονάσματα σημαντικά υψηλότερα του 2% του ΑΕΠ αν παραμείνει ως έχει. Δηλαδή, σε συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής ενδεχομένως και χειρότερες από αυτές που συμφωνήθηκαν το 2018 κατά την είσοδο της χώρας σε ενισχυμένη εποπτεία.
Η ηγεσία του ελληνικού ΥΠΟΙΚ έχει τοποθετηθεί σχετικά λέγοντας πως θα μετέχει ενεργά στην διαβούλευση αλλά και πως οι αγορές θα αντιδράσουν και με πολύ «χαλαρούς» κανόνες αλλά και με πολύ αυστηρούς, αφού θα είναι ορατός ο κίνδυνος να μην εκπληρωθούν. Και εδώ, εξηγούν αρμόδιες πηγές από τις Βρυξέλλες, θα παίξει ρόλο το επόμενο διάστημα τι θα πει η Ιταλία του Μάριο Ντράγκι. Αλλά και πως θα τοποθετηθεί η Γερμανία και η Γαλλία (αφού ορκισθούν οι νέες κυβερνήσεις με τις εκλογές στη Γαλλία να ολοκληρώνονται τον Μάιο του 2022).
Η Ελληνική πλευρά δίνει έμφαση και σε άλλες παραμέτρους, όπως στην ύπαρξη ευελιξίας στις δαπάνες σε περίοδο κρίσεων (όπως η πανδημία ή άλλα έκτακτα γεγονότα) και στη δυνατότητα σταδιακής «αποσωλήνωσης» της οικονομίας και μείωσης των βαρών για να τονωθεί η ανάκαμψη και έτσι να μειωθεί το χρέος λόγω του παρονομαστή του (δηλαδή του ΑΕΠ). Αλλά και στην ανάγκη για εξαίρεση από τους δημοσιονομικούς κανόνες επενδυτικών δαπανών (με ελάχιστο πεδίο την πράσινη μετάβαση).
Οι σημερινές ανακοινώσεις
Με βάση τις διαρροές των τελευταίων ωρών, όπως αυτή του γερμανικού πρακτορείου ειδήσεων σήμερα η Επιτροπή θα ξεκινήσει την επίσημη συζήτηση των αλλαγών παρουσιάζοντας ένα έγγραφο θέσεων στο οποίο θα τάσσεται υπέρ «απλούστερων δημοσιονομικών κανόνων» και μιας «καλύτερης εφαρμογής» τους. Μένει να φανεί τι περιθώρια αλλαγών θα προβλέπει και ποια θα είναι η διαδικασία που θα ακολουθηθεί.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συγκεράσει την πίεση που θα δεχθεί από το Νότο (και κυρίως από τον Μάριο Ντράγκι) με το «ΟΧΙ» του Βορρά. Θα ξεκινά μία διαδικασία ζυμώσεων η οποία επιχειρείται να οδηγήσει σε έναρξη των πολιτικών διαπραγματεύσεων στην αρχή του 2022. Και σε μία απόφαση προς το 2ο εξάμηνο του 2022 με το βλέμμα στραμμένο και στη νέα κυβέρνηση που θα πρέπει να ορκισθεί στη Γερμανία, αλλά και στην ολοκλήρωση, τον Μάιο, της εκλογικής διαδικασίας στη Γαλλία.
Οι ανακοινώσεις θα γίνουν σήμερα το απόγευμα μαζί με μία αποτίμηση των επιπτώσεων της Πανδημίας στα κράτη – μέλη. Μία αποτίμηση που θα «αιτιολογεί» και την ανάγκη για αλλαγές λόγω της μεγάλης χειροτέρευσης στο δημοσιονομικό πεδίο εξ αιτίας ενός «εξωγενή» παράγοντα. Αλλά και του οφέλους στις οικονομίες και στις κοινωνίες από τα μέτρα στήριξης.
Σημειώνεται πως από το 2020 ισχύει λόγω της πανδημίας η ρήτρα διαφυγής. Δηλαδή το δικαίωμα λήψης στοχευμένων μέτρων στήριξης προσωρινού χαρακτήρα που συνδέονται με το πλήγμα της πανδημίας. Αλλά με επισήμανση να μην διακυβεύεται η βιωσιμότητα του χρέους και να υπάρξει επιστροφή στη δημοσιονομική πειθαρχία από το 2023.
Οι προτάσεις και τα σενάρια...
Μία από τις προτάσεις που φέρεται να έχουν πέσει στο τραπέζι τις προηγούμενες ημέρες, είναι το κριτήριο απομείβωσης του χρέους κατά 1/20ο ετησίως να μην αρθεί αλλά να υπάρξει μία ευελιξία – υπό όρους- για προσαρμογή σε πιο μεγάλο διάστημα. Για παράδειγμα σε βάθος 25 ή 30 ετών.
Αυτή πρόταση για ελαστικότητα στον κανόνα σύμφωνα με πληροφορίες του insider συνδέεται και με ένα νέο εργαλείο που συζητείται με το όνομα "Contractual Arrangements" και έχει δύο σκέλη: το ένα αφορά στην διατήρηση της ετήσιας μείωσής του υπερβολικού χρέους /ελλείμματος και το δεύτερο αφορά στην δυνατότητα δημιουργίας, για κάθε χώρα μέλος που αντιμετωπίζει πρόβλημα ενός Ταμείου τύπου Ανάκαμψης για τη διευκόλυνση της φάσης μετάβασης μέχρι την υλοποίηση των στόχων.
Εξετάζεται και μία ειδική μεταχείριση του «μεριδίου» των μέτρων στήριξης από την πανδημία στην άνοδο του χρέους. Επίσης, το Δημοσιονομικό Συμβούλιο προτείνει την καθιέρωση ποσοτικοποιημένων στόχων για το δημόσιο χρέος, οι οποίοι προσδιορίζονται από την Επιτροπή σε συνεργασία με κάθε κράτος-μέλος, σε ορίζοντα 5 έως 10 ετών, στη βάση ανεξάρτητης εθνικής αξιολόγησης των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών δανεισμού, του προβλεπόμενου μέσου ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης και του ποσοστού της ανεργίας.
Στο πεδίο των επενδύσεων η πιο «λάιτ» πρόταση αφορά στην εξαίρεση όσων είναι πράσινες. Σε συνδυασμό και με την κλιματική κρίση που προκαλεί επιπλέον δαπάνες. Ωστόσο υπάρχουν πιέσεις για εξαίρεση όλων των εθνικών δαπανών που σχετίζονται είτε με την συμμετοχή σε προγράμματα της ΕΕ είτε με την συνεισφορά στον προϋπολογισμό της ΕΕ. Αλλά και δαπανών που γίνονται εφάπαξ για την έκτακτη στήριξη.
Επίσης, με δεδομένο ότι έχει αυξηθεί πάρα πολύ το χρέος λόγω των δαπανών για μέτρα στήριξης της οικονομίας από την Πανδημία τα οποία είναι αναγκαία, εξετάζεται και ο τρόπος με τον οποίον θα υπολογίζονται τα ελλείμματα για να προσμετρείται η ανάγκη για μέτρα στήριξης ούτως ώστε να τονωθεί η ανάκαμψη (σ.σ. χώρες όπως η Ελλάδα με τέτοιου είδους παρεμβάσεις είχαν επιτυχία στο ρυθμό ανάκαμψης που παρουσίασαν φέτος).
Κυοφορείται και ο λεγόμενος «χρυσός κανόνας δαπανών». Η πρόταση που ξεκίνησε να συζητείται τον Φεβρουάριο έχει πολλές εκδοχές. Πχ να μην αυξάνονται οι δαπάνες πέραν του ΑΕΠ και πιο συγκεκριμένα του δυνητικού ΑΕΠ Ικάτι τέτοιο ισχύει και σήμερα). Ή να υπάρξει έλεγχος του ποσοστιαίου ρυθμού μεταβολής των καθαρών δημοσίων δαπανών που είναι συμβατός μεσοπρόθεσμα (σε ορίζοντα τριετίας) με τον εθνικό στόχο για τον έλεγχο του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Ο δείκτης αυτός σύμφωνα με την πρόταση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, θα πρέπει να προσδιορίζεται για κάθε χώρα μετά την αφαίρεση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, των δαπανών για δημόσιες επενδύσεις, των εφάπαξ δαπανών και των δαπανών για την επιδότηση της ανεργίας.
Άλλες προτάσεις κάνουν λόγο για πιο ευέλικτες – και ανά κράτος – δυνατόητες για ρήτρα διαφυγής λόγω έκτακτων συνθηκών, η ύπαρξη μεταβατικής περιόδου πέραν του 2022 για την επαναφορά σε «ισορροπία», για κίνητρα συμμόρφωσης για την ανάπτυξη μιας κεντρικής δημοσιονομικής δυνατότητας (central fiscal capacity).
Υπάρχουν μία σειρά από εναλλακτικές προτάσεις που συζητούνται και κάποιες εξ αυτών δεν βολεύουν ιδιαίτερα την Ελλάδα. Προτείνεται για παράδειγμα οι κανόνες να είναι εξειδικευμένοι, ανάλογα με τα δημοσιονομικά προβλήματα που έχει ένα κράτος που θα πρέπει να προετοιμάζεται ανάλογα για έκτακτες συνθήκες. Και η Ελλάδα έχει και μεγάλα προβλήματα χρέους.
Οι Κανόνες της ΕΕ
Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) θεσπίστηκε στο πλαίσιο της τρίτης φάσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σχεδιάστηκε για να διασφαλίσει ότι η προσπάθεια για υγιή δημοσιονομικά των χωρών της ΕΕ θα συνεχιστεί μετά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος. Εγκρίθηκε το 1997, αναθεωρήθηκε το 2005 και το 2015 υπήρξαν επιπλέον εξειδικεύσεις.
Προβλέπει τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος για να διορθώσουν οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE) το υπερβολικό έλλειμμα και/ή τα επίπεδα χρέους. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να εκκινήσει διαδικασία αν υπάρχει:
• υπέρβαση ή κίνδυνος υπέρβασης του ορίου του 3 % του ΑΕΠ στο έλλειμμα. ή·
• παραβίαση των κανόνων για το χρέος με δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ το οποίο δεν μειώνεται με ικανοποιητικό ρυθμό. Δηλαδή αν η απόκλιση μεταξύ του επιπέδου του χρέους μιας χώρας και του ορίου του 60 % του ΑΕΠ δεν μειώνεται κατά 1/20 ετησίως (κατά μέσο όρο επί τρία έτη).
• Το εν λόγω όριο του ελλείμματος και του χρέους συνδέεεται με συγκεκριμένο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Στόχο ανά χώρα. Δηλαδή ορίζεται ένα έλλειμμα/πλεόνασμα που πρέπει να επτυγχάνει κάθε κράτος για να επανέλθει σε ισορροπία. Μετράται σε διαθρωτικούς όρους (με βάση τη φάση του οικονομικού κύκλου στην οποία βρίσκεται).
Κάθε Απρίλιο οι χώρες της ζώνης ευρώ υποβάλλουν προγράμματα σταθερότητας προς την Επιτροπή και το Συμβούλιο, με τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο της χώρας, καθώς και με πληροφορίες σχετικά με το πώς αυτός θα επιτευχθεί. Τα προγράμματα εξετάζονται από την Επιτροπή. Αν τα κριτήρια δεν πληρούνται, το Συμβούλιο εκκινεί Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος με βάση τις συστάσεις της Επιτροπής. Τότε η χώρα πρέπει να παράσχει ένα σχέδιο διορθωτικών ενεργειών και πολιτικών που θα ακολουθήσει, καθώς και τις προθεσμίες για την επίτευξή τους. Η διαδικασία είναι γνωστή στην Ελλάδα από το παρελθόν…
Σήμερα η Ελλάδα (ακόμη και αν φύγει από την Ενισχυμένη Εποπτεία το 2022) πρέπει να επιτυγχάνει για δεκαετίες πρωτογενή πλεονάσματα πολύ υψηλότερα από το 2% του ΑΕΠ λόγω του υψηλού της χρέους και των κανόνων περιορισμού του που ισχύουν ανά την ΕΕ για όλα τα κράτη-μέλη.
Πιο συγκεκριμένα, ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ το 2022 δεν ισχύει λόγω της ρήτρας διαφυγής. Αλλά για τη συνέχεια το Eurogroup στην απόφαση του 2018 προέβλεψε τη διατήρηση πλεονασμάτων στο 3% του ΑΕΠ το 2023, στο 2,5% 2024 και στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά ( ή τουλάχιστο αυτό οριζόταν στην τότε έκθεση βιωσιμότητας χρέους…).
Σε όρους Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, οι στόχοι για απομείωση του χρέους κατά 1/20ο ετησίως στο σκέλος που υπερβαίνει τον κανόνα του 60% του ΑΕΠ με την υποχρέωση διατήρησης ανάλογα υψηλών πλεονασμάτων (σ.σ. διαθρωτικό πλεόνασμα) δημιουργούν ενδεχομένως και πιο αυστηρές συνθήκες. Σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των 8 κρατών μελών της ΕΕ με υψηλή επικινδυνότητα στη βιωσιμότητα του χρέους και εκτιμά πως η ανάγκη για πλεονάσματα θα είναι πολύ υψηλή. Η ελληνική πλευρά ατύπως εκτιμά πως ο συμβιβασμός ανά την ΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ…