Η ώρα των ανακοινώσεων τελικά... δεν ήρθε χθες. Όχι τουλάχιστον επισήμως, αφού στα κείμενα της Επιτροπής για τη διαβούλευση που είναι πλέον σε εξέλιξη έως το τέλος του έτους για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, αλλά και στις τοποθετήσεις των στελεχών της Κομισιόν κάποιο στίγμα προθέσεων υπάρχει.
Τα «καλά» νέα σε αυτά τα κείμενα είναι πως μιλούν για έναν διαφορετικό τρόπο υπολογισμού του κριτηρίου του χρέους, αλλά και για την υποστήριξη επενδύσεων με πράσινη και ψηφιακή κατεύθυνση. Αλλά, υπάρχει και για το... αντίβαρο με το βλέμμα στο «Βορρά» που αντιδρά για την δημιουργία δημοσιονομικού «κουμπαρά» για ώρα ανάγκης ειδικά από τα κράτη που έχουν πρόβλημα υψηλού χρέους.
Πλέον γίνεται σαφές πως τα χαρτιά θα ανοίξουν το 2022. Τότε (κάπου μέσα στο πρώτο εξάμηνο) θα ανακοινωθούν οι προτάσεις της Επιτροπής με στόχο να υπάρξει πολιτική συμφωνία εντός του έτους.
Ακόμη πιο σαφές γίνεται πως οι αποφάσεις θα ληφθούν σε επίπεδο κρατών και όλα θα κριθούν από τις τότε πολιτικές ισορροπίες και «δυναμικές». Να σημειωθεί πως ο οι γαλλικές εκλογές ολοκληρώνονται τον Μάιο. Αλλά και πως για τον προϋπολογισμό του 2023 υπάρχει ήδη – με βάση όσα ειπώθηκαν χθες – πρόβλεψη αφενός για «καθοδήγηση» από την Κομισιόν για το πρώτο σκέλος σύνταξής τους; (που γίνεται την Ανοίγει με τα Μεσοπρόθεσμα) και αφετέρου μία «μεταβατική» αντιμετώπιση της επιστροφής των κρατών σε δημοσιονομική «κανονικότητα» το 2023, όποια και αν είναι αυτή...
Ο Επίτροπος Τζεντιλόνι (απευθυνόμενος και στα Ιταλικά στο «εσωτερικό» του ακροατήριο) ήταν πιο… ξεκάθαρος αναφέροντας πως το κριτήριο του χρέους πρέπει να προσαρμοσθεί από το 2023 ένα έτος που – όπως είπε - θα είναι μεταβατικό και θα πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ της μείωσής του και της ανάπτυξης, τονίζοντας ωστόσο πως οι κατευθυντήριες γραμμές της Κομισιόν θα είναι έτοιμες το 2023. Ο Αντιπρόεδρος Ντομπρόβσκις ανέφερε πως «χρειαζόμαστε αποδοτικούς κανόνες», αλλά και πως «η μείωση του χρέους και οι επενδύσεις πρέπει να πηγαίνουν χέρι-χέρι» δεν αποκλείοντας και έναν κανόνα για την άνοδο των δαπανών, αλλά και τονίζοντας πως για κράτη με υψηλό χρέος χρειάζεται η σωστή αναλογία, ώστε το χρέος να καθίσταται βιώσιμο χωρίς να επηρεάζεται αρνητικά η ανάκαμψη των κρατών μελών.
Σημειώνεται πως το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ελλάδα (και την Ιταλία) είναι ο κανόνας του χρέους: η υποχρέωση να μειώνεται κατά ένα εικοστό ετησίως στο κομμάτι που ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ. Είναι ένας κανόνας που οδηγεί σε πρωτογενή πλεονάσματα σημαντικά υψηλότερα του 2% του ΑΕΠ αν παραμείνει ως έχει. Δηλαδή, σε συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής ενδεχομένως και χειρότερες από αυτές που συμφωνήθηκαν το 2018 κατά την είσοδο της χώρας σε ενισχυμένη εποπτεία.
Το κείμενο της Επιτροπής
Η Επιτροπή χθες δεν προχώρησε σε προτάσεις, αλλά ανακοίνωσε μια έκθεση απολογισμού- καταγραφής της κατάστασης στην οποία υπάρχουν κάποιες επισημάνσεις και για το δημοσιονομικό πεδίο. Τηρούν μία ισορροπία μεταξύ των τάσεων που διαμορφώνονται ανά την ΕΕ περιλαμβάνοντας και την ανάγκη για αλλαγές στον υπολογισμό του χρέους και για τη στήριξη των επενδύσεων αλλά και για «μαξιλάρι» ασφάλειας για… ώρα ανάγκης:
Για τη δημοσιονομική διακυβέρνηση της ΕΕ αναφέρεται πως:
1. Οι δείκτες δημόσιου χρέους αυξήθηκαν περαιτέρω, αναδεικνύοντας την πρόκληση μιας σταδιακής, διαρκούς και φιλικής προς την ανάπτυξη μείωσης σε συνετά επίπεδα.
2. Οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια, υπογραμμίζοντας τη σημασία μιας καλής σύνθεσης και ποιότητας των δημόσιων οικονομικών για την εξασφάλιση βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης.
3. Η αντικυκλική διακριτική δημοσιονομική πολιτική, μαζί με τα προσωρινά εργαλεία δημοσιονομικής στήριξης της ΕΕ, αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικά για να μετριάσουν τον αντίκτυπο αυτής της εξαιρετικής κρίσης έγκαιρα και αποτελεσματικά, αναδεικνύοντας τη σημασία της δημιουργίας δημοσιονομικού χώρου σε κανονικούς καιρούς για να υπάρχει απόθεμα σε περιόδους κρίσης….
4. Η αποτελεσματική πολιτική αντίδραση υπογράμμισε τη σημασία ενός ισχυρού πολιτικού συντονισμού, μεταξύ των διαφόρων εργαλείων πολιτικής και χρηματοδότησης, καθώς και μεταξύ της ΕΕ και των κρατών.
5. Η ταχεία εξέλιξη της κρίσης απεικόνισε τις δυσκολίες που σχετίζονται με τη χρήση δεικτών που δεν είναι παρατηρήσιμοι και την προσπάθεια σχεδιασμού κανόνων που να μπορούν να καλύψουν όλες τις πιθανές συνθήκες.
6. Η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών έχει ανακοπεί και εμφανίζονται νέες ευπάθειες, υπογραμμίζοντας τη σημασία της έγκαιρης πρόληψης και αντιμετώπισης των κινδύνων και των αποκλίσεων.
Επιπλέον, ειδικά για τους Δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ η Επιτροπή αναφέρει πως:
Η μείωση τους με βιώσιμο, φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο θα είναι μια βασική πρόκληση μετά την κρίση . Όταν το επιτρέπουν οι οικονομικές συνθήκες, η συνέχιση της πορείας μείωσης των λόγων του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι απαραίτητη. Η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη και η συνεχής οικονομική ανάπτυξη είναι απαραίτητες για την επιτυχή, συνεχή και βιώσιμη μείωση των λόγων χρέους. Ενώ μια υπερβολικά μεγάλη εκ των προτέρων μείωση των δεικτών χρέους θα συνεπαγόταν υψηλό κοινωνικό και οικονομικό κόστος και θα ήταν αντιπαραγωγική με κίνδυνο πρόκλησης μονίμων «ουλών» στις οικονομίες λόγω της πανδημίας, «μια ρεαλιστική, σταδιακή και διαρκής μείωση του δημόσιου χρέους παραμένει σημαντική και για την «ανοικοδόμηση αποθεμάτων ασφαλείας πριν από την επόμενη ύφεση».
Επισημαίνεται επίσης πως η κρίση COVID-19 ανέδειξε τον θετικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η αντικυκλική διακριτική δημοσιονομική πολιτική και ο ευρωπαϊκός συντονισμός στην αντιμετώπιση μεγάλων οικονομικών κραδασμών. «Ωστόσο, η ικανότητα παροχής δημοσιονομικών κινήτρων σε κακές περιόδους απαιτεί και τη δημιουργία δημοσιονομικών αποθεμάτων τα «καλά χρόνια». Έτσι, «η ενίσχυση της αντικυκλικότητας στο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ θα μπορούσε να ενισχύσει τη μεσοπρόθεσμη διάσταση της δημοσιονομικής πολιτικής και, επομένως, την ικανότητα της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής να ανταποκρίνεται στις οικονομικές διακυμάνσεις».
Για τη φιλική προς την ανάπτυξη σύνθεση των δημοσίων οικονομικών επισημαίνεται πως θα πρέπει να προάγει τις επενδύσεις και να υποστηρίζει τη βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Είναι θετική σε δημόσια χρηματοδότηση που «δεν πρέπει να αντικαταστήσει» τις ιδιωτικές επενδύσεις «όταν δεν υπάρχει αποτυχία της αγοράς». Συνολικά, μιλά για έναν προβληματισμό σχετικά με τον κατάλληλο ρόλο του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης για την παροχή κινήτρων στις εθνικές επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις. Η προώθηση πράσινων, ψηφιακών και ενίσχυσης της ανθεκτικότητας δημόσιων επενδύσεων αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, δεδομένων των μακροπρόθεσμων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η οικονομία, αναφέρει.
Επίσης δίνει έμφαση σε απλούστερους δημοσιονομικούς κανόνες χρησιμοποιώντας παρατηρήσιμους δείκτες για τη μέτρηση της συμμόρφωσης. Αλλά και σε ισχυρά εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια με πιθανή ενίσχυση των ρόλων τους και καλύτερο συντονισμό στο εσωτερικό, αλλά και σε στρατηγικές για την προώθηση του μεσοπρόθεσμου και πράσινου προϋπολογισμού, τη διαχείριση των δημόσιων επενδύσεων και τρόπους για τον καλύτερο αντικατοπτρισμό των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή.