Προτάσεις για παρεμβάσεις όχι μόνο στα επιδόματα αλλά και στον ΦΠΑ -καθώς επιβαρύνει πιο πολύ τα πιο φτωχά κομμάτια του πληθυσμού- περιλαμβάνει η τελευταία μελέτη του ΚΕΠΕ. Αποτυπώνει τα βασικά συμπεράσματα της Έκθεσης 82 του ΚΕΠΕ, «Η επίδραση του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην ανισότητα και φτώχεια στην Ελλάδα και στην ΕΕ» (στο εξής αναφέρεται ως Έκθεση), αναφορικά με την εξέλιξη των δαπανών κοινωνικής προστασίας και τον προσδιορισμό της σχετικής θέσης της Ελλάδας.
Αναλυτικά, αναφέρεται ότι «πέραν των επιπέδων των ποσοστών φτώχειας και συνεισφοράς, ένα σημαντικό εύρημα που αφορά το ελληνικό σύστημα προστασίας και έχει να κάνει με το μερίδιο των φτωχών που λαμβάνουν σημαντικό τμήμα κοινωνικών παροχών στο εισόδημά τους, έναντι εκείνων που, παρότι λογίζονται ως "φτωχοί" εμφανίζονται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στις μεταβιβαστικές πληρωμές».
Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΚΕΠΕ, το ελληνικό σύστημα προστασίας χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό περιθώριο βελτίωσης. Ο επανασχεδιασμός του μηχανισμού απόδοσης των παροχών και των επιδομάτων δύναται να μεταβάλει το επίπεδο διαβίωσης των πιο ευάλωτων εισοδηματικών κλιμακίων και να τονώσει την εσωτερική ζήτηση – υπό την βάσιμη προϋπόθεση ότι οι εν λόγω εισοδηματικές κατηγορίες χαρακτηρίζονται από υψηλή ροπή προς κατανάλωση. Παράλληλα, η διαχείριση της εισοδηματικής ενίσχυσης των ευάλωτων στρωμάτων μπορεί να γίνει και έμμεσα, από την αναδιάταξη του επιπέδου ΦΠΑ στις διάφορες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών.
«Με άλλα λόγια, καθώς μεταβαίνουμε από την πλευρά του εισοδήματος σε εκείνη της κατανάλωσης, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι νέοι έμμεσοι φόροι επιβλήθηκαν με τρόπο που ενέτεινε την ανισότητα», αναφέρει. «Η κατανομή του αυξημένου ΦΠΑ, κατά μέσο όρο, επιβάρυνε δυσανάλογα τα χαμηλά κλιμάκια του πληθυσμού. Μια επανεκτίμηση των ποσοστών και των ειδών κατανάλωσης που περιλαμβάνονται σε καθεμία εκ των κατηγοριών που εμπεριέχονται στο «καλάθι» των τριών πρώτων εισοδηματικών δεκατημορίων, θα μπορούσε να συμβάλει στην τόνωση της αγοραστικής τους δύναμης. Κατ’ επέκταση, γίνεται κατανοητό ότι τα όρια μεταξύ κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής είναι ορισμένες φορές δυσδιάκριτα και ότι αυτοί οι δύο χώροι παρέμβασης θα πρέπει να βρίσκονται σε στενή συνεργασία».
Η Έκθεση καταλήγει σε ορισμένες παρεμβάσεις άμεσης προτεραιότητας, η εφαρμογή των οποίων θα ήταν δυνατόν να συμβάλει στη βελτίωση των αποτελεσμάτων της ασκούμενης πολιτικής και στην καλύτερη καταγραφή των αναγκών του πληθυσμού στον οποίο αναφέρεται.
Εγείρει την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των λοιπών κοινωνικών μεταβιβάσεων (εκτός συντάξεων) για την άμβλυνση του γενικού ποσοστού φτώχειας. Το μέσο επίπεδο επίδρασης των λοιπών μεταβιβάσεων στις χώρες που απαρτίζουν την ΕΕ15 είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στην Ελλάδα και, συνεπώς, το περιθώριο που δίδεται είναι εξαιρετικά σημαντικό. Επιπλέον, η Έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη εισοδηματικής στήριξης των μονογονεϊκών νοικοκυριών (π.χ. μέσω μέτρων φορο-ελαφρύνσεων ή/και επιδομάτων εργαζομένων).
«Αν και η επίλυση του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση που αντανακλά τη σύνθετη ευρωπαϊκή εμπειρία (βλ. Μισσός, 2020), η στήριξη των μονογονεϊκών νοικοκυριών αποτελεί μία κρίσιμη όψη των σύγχρονων εξελίξεων. Ο αποτελεσματικός εντοπισμός και η σύνταξη εύστοχων κριτηρίων που θα ανοίγει διαύλους μεταξύ του κοινωνικού προϋπολογισμού και των δικαιούχων είναι απαραίτητα. Η στήριξη των μονογονεϊκών οικογενειών που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά κλιμάκια χρήζει ειδικής μέριμνας», αναφέρει.
Περαιτέρω, επισημαίνει πως «τίθεται το ζήτημα παροχής ενισχύσεων και μέριμνας προς μισθωτούς μερικής απασχόλησης. Τα δεδομένα αναδεικνύουν ότι το συντριπτικό ποσοστό (εξαιρετικά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο) των εργαζόμενων-μισθωτών μερικής απασχόλησης θα επιθυμούσε την εύρεση μισθωτής εργασίας με πλήρες ωράριο. Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη ομάδα, το ποσοστό φτώχειας πριν και μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις παραμένει υπερβολικά υψηλό».
Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται σε εργαζόμενους-μισθωτούς μερικής απασχόλησης που λογίζονται ως «υπεύθυνοι του νοικοκυριού». Σχετικά σημαντικό παραμένει το επίπεδο φτώχειας των υπευθύνων χαμηλής εκπαίδευσης (απόφοιτοι γυμνασίου), ενώ το ζήτημα ενίσχυσης των ανέργων απαιτεί την ενδεχόμενη αναδιαμόρφωση της πολιτικής απόδοσης επιδόματος ανεργίας. Στο ίδιο πλαίσιο, τίθεται και η θέσπιση μιας διαρκούς εξέτασης εύρεσης θεσμικών κενών κατά τη χορήγηση επιδομάτων και παροχών. Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού διαθέτει ατομικό εισόδημα χαμηλότερο του ορίου φτώχειας, αλλά το ποσοστιαίο μερίδιο των μεταβιβάσεων στο συνολικό του εισόδημα είναι εξαιρετικά μικρό έως και μηδενικό. Το τεκμαρτό εισόδημα μπορεί να παραμένει για φορολογικούς λόγους, αλλά θα ήταν ίσως θεμιτό να εξεταστεί η αφαίρεσή του από τον σχεδιασμό του συστήματος παροχής επιδομάτων στη βάση ελέγχου πόρων των δικαιούχων.
Καταλήγοντας, η Έκθεση προτρέπει σε έναν επανασχεδιασμό των συντελεστών ΦΠΑ των αγαθών και υπηρεσιών, με τρόπο ώστε το κόστος του καλαθιού των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα να επιμεριστεί περισσότερο αναλογικά. «Η εξέταση του καταναλωτικού προφίλ των τριών χαμηλότερων δεκατημορίων απαιτεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση, που πρέπει να επαναξιολογείται τακτικά, ώστε οι πρωτοβουλίες εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής να μην εντείνουν την ανισότητα».
Στην Έκθεση αποτυπώνεται η κατάσταση της ανισότητας και της φτώχειας του πληθυσμού, με την έμφαση να δίνεται στην επίδραση του υπάρχοντος συστήματος προστασίας. Βεβαίως, το εν λόγω ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ, όμως η Έκθεση αποτυπώνει τις πιο σημαντικές όψεις και κρίσιμες προκλήσεις του. Από την ανάδειξη των δεδομένων και την επεξεργασία των στοιχείων γίνεται κατανοητό ότι η χώρα μας, κατά την περίοδο της μακροχρόνιας και πρωτοφανούς ύφεσης, έχει υποστεί μια σημαντική αλλαγή της φυσιογνωμίας του πλαισίου πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο, τα περιεχόμενα της Έκθεσης συνδράμουν στον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων και στη σύνταξη ενός περιγράμματος κατάλληλων προτάσεων πολιτικής με στόχο την άμβλυνση του φαινομένου της ανισότητας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού, αναφέρεται.