Στην εξέλιξη των δαπανών κοινωνικής προστασίας, προσδιορίζοντας τη σχετική θέση της Ελλάδας σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ15, αναφέρει σε έκθεσή του το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Αναφορικά με την προσέγγιση της διερεύνησης, ακολουθείται η ομαδοποίηση των χωρών μεταξύ συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Παρ’ όλα αυτά, η ανάλυση δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην περίπτωση της Ελλάδας.
Συνοπτικά, τα δεδομένα μαρτυρούν τη συρρίκνωση του όγκου των δαπανών κοινωνικής προστασίας, ενώ η συγκριτική με τις χώρες της ΕΕ υποχώρηση της αξίας τους διαφαίνεται και από τη μετατροπή τους σε όρους αγοραστικής δύναμης. Επιπλέον, η αναμόρφωση του συστήματος προστασίας αντανακλάται στην ποσοστιαία μεταβολή τους διακρίνοντας μεταξύ εκείνων που απαιτούν τον έλεγχο των πόρων των δικαιούχων (means-tested) και των υπολοίπων που αποδίδονται χωρίς έλεγχο.
Αναφορικά με την ανισότητα εισοδήματος, η κατάσταση είναι περισσότερο περίπλοκη. Γενικά, όπως επιβεβαιώνεται και από παλαιότερες Έρευνες Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης, οι δείκτες ανισότητας στην Ελλάδα εκτιμάται ότι είναι σχετικά υψηλά. Όπως υπογραμμίζεται σε πολλά σημεία της έκθεσης, η άμβλυνση του επιπέδου ανισότητας στην Ελλάδα στηρίζεται κυρίως στην καταβολή των συντάξεων (γήρατος, χηρείας, αναπηρίας κτλ.). Επιπλέον, καθώς τα εισοδήματα από άλλες πηγές υπέστησαν άλλοτε σημαντική συρρίκνωση και άλλοτε ήπια προσαρμογή, οι συντάξεις διαδραμάτισαν έναν κομβικό ρόλο στη στήριξη του εισοδήματος των νοικοκυριών και προσέδιδαν μια αίσθηση εξασφάλισης μιας σταθερής ροής μηνιαίου εισοδήματος στα μέλη τους.
Μεταξύ των ευρημάτων, ενδιαφέρον προκαλούν τα αποτελέσματα ποσοστών φτώχειας με κριτήριο τον τύπο του νοικοκυριού. Ιδιαίτερη μέριμνα απαιτείται για τα μονογονεϊκά νοικοκυριά, ενώ το ζήτημα της υψηλής συνεισφοράς στη φτώχεια που καταγράφεται για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικα άτομα και δύο εξαρτώμενα τέκνα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό της επιδοματικής πολιτικής. Όσον αφορά άλλα δημογραφικά κριτήρια ταξινόμησης του πληθυσμού, η επαγγελματική κατάσταση των υπευθύνων και των ατόμων φαίνεται ότι έλαβε σημαντικό προβάδισμα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, η προώθηση της αυτοαπασχόλησης φαίνεται ότι συνέβαλλε ώστε τα ποσοστά φτώχειας να εμφανίζονται επίσης αυξημένα τόσο για τους εργαζόμενους μερικής όσο και για τους πλήρους απασχόλησης. Τέλος, ιδιαιτέρως σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η ανεργία.
Πέραν των επιπέδων των ποσοστών φτώχειας και της πληθυσμιακής συνεισφοράς στη φτώχεια, ένα σημαντικό εύρημα που αφορά το ελληνικό σύστημα προστασίας, σχετίζεται με το μερίδιο των φτωχών που λαμβάνουν σημαντικό τμήμα κοινωνικών παροχών στο εισόδημά τους και εκείνων που, παρότι λογίζονται ως «φτωχοί», εμφανίζεται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στις μεταβιβαστικές πληρωμές. Σύμφωνα με τα δεδομένα, το ελληνικό σύστημα προστασίας χαρακτηρίζεται από ένα σημαντικό περιθώριο βελτίωσης.
Παράλληλα, η διαχείριση της εισοδηματικής ενίσχυσης των ευάλωτων στρωμάτων μπορεί να γίνει και έμμεσα, από την αναδιάταξη του επιπέδου έμμεσων φόρων (κυρίως του ΦΠΑ) στις διάφορες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Σύμφωνα με τη μέθοδο που αναπτύσσεται στο Κεφάλαιο 5, η κατανομή του ΦΠΑ επιβάρυνε δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Το συγκεκριμένο εύρημα βοηθάει στην κατανόηση των πολύ λεπτών ορίων που υφίστανται μεταξύ κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής και δημιουργεί έναν κοινό τόπο για τη στενή συνεργασία τους.
Από την ανάδειξη των δεδομένων και την επεξεργασία των στοιχείων γίνεται κατανοητό ότι η χώρα μας, κατά την περίοδο της μακροχρόνιας και πρωτοφανούς ύφεσης, έχει υποστεί μια σημαντική αλλαγή της φυσιογνωμίας του πλαισίου πολιτικής της. Τα περιεχόμενα της έκθεσης συνδράμουν στον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων και στη σύνταξη ενός περιγράμματος κατάλληλων προτάσεων πολιτικής με στόχο την άμβλυνση του φαινομένου της ανισότητας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού.