Το 48ωρο της περασμένης Τετάρτης – Πέμπτης, δεκαοκτώ Κεντρικές Τράπεζες σ’ ολόκληρο τον πλανήτη συνεδρίασαν και στην συνέχεια δημοσιοποίησαν τις εκτιμήσεις τους για το 2022, μαζί και τις δικές τους προθέσεις όσο αφορά τα βήματα με τα οποία θα το διασχίσουν.
Το κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις σχετικές ανακοινώσεις ήταν η αβεβαιότητα όσο αφορά την πορεία της οικονομίας, εξ αιτίας αφ’ ενός της συνεχιζόμενης πανδημίας και αφ’ εταίρου εξ αιτίας του πληθωρισμού, ανεξάρτητα από την εκτίμηση της κάθε κεντρικής τράπεζας όσο αφορά την φύση του.
Κάπου εκεί όμως τελειώνουν τα κοινά χαρακτηριστικά των συνεδριάσεων αυτών.
Όπως είναι γνωστό η Fed αφαίρεσε τον χαρακτηρισμό «παροδικός» οσο αφορά τον πληθωρισμό, ανακοίνωσε την επίσπευση της σταδιακής απόσυρσης της ποσοτικής χαλάρωσης και προανάγγειλε την ήπια αύξηση των επιτοκίων, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι βασικό κριτήριο διαμόρφωσης της πολιτικής της θα παραμείνει η απασχόληση, όχι ο πληθωρισμός…
Με άλλα λόγια αν η ανάκαμψη της οικονομίας και της απασχόλησης δεν συμβαδίζει με τους στόχους της δεν θα διαστάσει να ανακαλέσει τις προθέσεις της για την ποσοτική χαλάρωση και τα επιτόκια…
Αντίθετα με την Fed, η ΕΚΤ διατηρεί την εκτίμηση περί της «παροδικότητας» των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά παραδέχεται ότι αυτές θα διαρκέσουν περισσότερο από όσο αρχικά είχε εκτιμηθεί, ανεβάζοντας την πρόβλεψη για τον πληθωρισμό του 2022, στο 3,2% ήτοι μια πέμπτη κατά σειρά αναθεώρηση, με την πρόσθετη αναφορά ότι το όριο αυτό μπορεί και να ξεπερασθεί…Κάποια στελέχη της ΕΚΤ μιλούν ήδη για το ενδεχόμενο ο πληθωρισμός του 2022 να φθάσει το 4%... Ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την απόσυρση του σκέλους του PEPP που αφορά σε νέες επιπρόσθετες αγορές κρατικού χρέους στις 31/3 και μεταφέρει τις σχετικές παρεμβάσεις σε αυξημένες αγορές από το APP, επιπρόσθετα των επανεπενδύσεων του PEPP μέχρι το 2024. Αξιοσημείωτο στις δηλώσεις Λαγκάρντ ήταν το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που ανακοίνωσε το τέλος του PEPP, διαβεβαίωσε ότι αυτό θα αποτελεί ανά πάση στιγμή ένα έτοιμο προς εκ νέου χρήση εργαλείο αν και εφ’ όσον χρειασθεί. Και την ίδια στιγμή απέκλεισε παράλληλα κάθε ενδεχόμενο αύξησης του κόστους του χρήματος μέσω αύξησης των επιτοκίων τουλάχιστον για το 2022 αν όχι και το 2023…
Σε απολύτως διαφορετική κατεύθυνση κινήθηκε η Κεντρική Τράπεζα της Μ. Βρετανίας, της παλαιότερης κεντρικής τράπεζας και των τριών, η οποία με τον πληθωρισμό να χτυπάει κόκκινο και παρά την εκρηκτική εξάπλωση της πανδημίας, προχώρησε στην πρώτη αύξηση επιτοκίων πριν κλείσει το 2021.
Η κίνηση αυτή δεν ήταν η μοναδική, το ίδιο έκανε και η Κεντρική Τράπεζα της Νορβηγίας, όπως και κάποιες Κεντρικές Τράπεζες στην Ν. Αμερική, των οποίων τα νομίσματα είναι εξαιρετικά «ευαίσθητα» απέναντι στις μεταβολές του δολαρίου.
Οι αυξήσεις αυτές και ιδιαίτερα η κίνηση της BoE έπεισε τις αγορές πώς ανεξάρτητα από το τι η κάθε μία από τις Κεντρικές Τράπεζες μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει αυτή την στιγμή, το πέρασμα από το 2021 στο 2022 σημαδεύει μία στροφή στην κατάσταση, που έχει ως κεντρικό της σημείο αναφοράς το ότι δεν πρέπει να θεωρείται πλέον ως αυτονόητη η διαθεσιμότητα ρευστότητας χωρίς όρια και με μηδενικό κόστος από τις Κεντρικές Τράπεζες. Ή με άλλα λόγια οι κεντρικές τράπεζες ίσως έχουν φτάσει ή και ξεπεράσει τα όριά τους όσο αφορά την νομισματική στήριξη των οικονομιών.
Η εικόνα συνολικά στον πλανήτη πλέον, εμφανίζει μία συγκεχυμένη αβεβαιότητα, η οποία αποτυπώνεται στην διαφοροποίηση των πολιτικών με τις οποίες εγκαταλείπουν οι Κεντρικές Τράπεζες το 2021 και ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν το 2022, με την μετάλλαξη Omicron, να αποτελεί μαζί με τον πληθωρισμό, τον κοινό παρονομαστή όλων.
Η αβεβαιότητα αυτή στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες, μετακινεί σε μεγάλο βαθμό το βάρος των αποφάσεων στις κυβερνήσεις και στο επίπεδο της δημοσιονομικής πολιτικής. Και αυτό δεν είναι καλό νέο, ειδικά για τις οικονομίες που έχουν μπροστά τους εκλογές, όπως η Γαλλία, η Ελλάδα και πιθανώς η γειτονική Ιταλία.