Ρυθμό ανάπτυξης για το 2021 που αναμένεται να είναι σημαντικά υψηλότερος των προβλέψεων της κυβέρνησης, άνω του 8% προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2021. Για το 2022 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,0% και το 2023 σε 3,9%. Αυτά όμως «υπό την προϋπόθεση ότι η οικονομία θα συνεχίσει να ενισχύεται σημαντικά από το διεθνή τουρισμό, την ανάκαμψη της ευρωζώνης και την επιτάχυνση των επενδύσεων».
Η ΤτΕ καταγράφει και μία σειρά από προκλήσεις και προϋποθέσεις. Αναφέρει πως βασική προϋπόθεση είναι «να αποφευχθούν νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα». «Ωστόσο, αυτό απαιτεί εντατικοποίηση της προσπάθειας για την επέκταση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού και τη θωράκιση των υπηρεσιών υγείας, προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο η υγειονομική κρίση και να περιοριστεί η πίεση στο δημόσιο σύστημα υγείας. Οποιαδήποτε νέα μέτρα ελέγχου της πανδημίας θα πρέπει να έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των δημοσιονομικών μεγεθών που θα καθυστερήσει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία» επισημαίνεται.
Στην έκθεση που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο από τον Διοικητή Γιάννη Στουρνάρα γίνεται λόγος για δυναμική ανάκαμψη, αλλά και για αβεβαιότητα για την πορεία της πανδημίας και την εξέλιξη του πληθωρισμού. Εκτιμά πως η βασικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα είναι ο αποτελεσματικότερος έλεγχος της πανδημίας, «καθώς, έως τώρα, η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ και οι υγειονομικές επιπτώσεις είναι πιο σοβαρές συγκριτικά με τα ευρωπαϊκά δεδομένα», ενώ μια πρόσθετη σημαντική πρόκληση αφορά την ικανότητα του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα να απορροφήσουν πλήρως και εγκαίρως τους διαθέσιμους χρηματοδοτικούς πόρους από το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης την περίοδο 2021-2026 και από το ΕΣΠΑ την περίοδο 2021-2027.
Επιπλέον, ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει μια σειρά από προκλήσεις, όπως η αδύναμη κερδοφορία και η ανάγκη για ποσοτική αλλά και ποιοτική ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας, λαμβάνοντας υπόψη και το υψηλό μερίδιο των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα κεφάλαια των τραπεζών και τον ακόμη υψηλό λόγο ΜΕΔ.
Εξηγεί τα οφέλη από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Δεκεμβρίου να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά το Μάρτιο του 2022, αλλά μιλά για ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, το οποίο «όμως πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα προκειμένου να αποκτηθεί η επενδυτική βαθμίδα».
Για τη σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα αναφέρει πως «καθιστά τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του πρωτεύοντα στόχο της δημοσιονομικής πολιτικής. Κατά συνέπεια, με την επιστροφή της οικονομίας σε πλήρη λειτουργία, η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μέσα από τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων ανάγεται σε κεντρικό μέλημα της οικονομικής πολιτικής». Αλλά και η επερχόμενη κλιματική αλλαγή «αναδεικνύει ως νέα πρόκληση τη μετάβαση της οικονομίας σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας. Ωστόσο, η έλλειψη ικανής προόδου στην τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας καθυστερεί την πράσινη μετάβαση» επισημαίνει.
Την περίοδο μετά την πανδημία, «η Ελλάδα θα κληθεί να μετατρέψει το σημερινό πρωτογενές έλλειμμα του δημόσιου τομέα – αναπόφευκτο λόγω των αναγκαίων μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας – σε πλεόνασμα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων ενδέχεται να αντιστραφεί αν παραμείνουν οι πληθωριστικές πιέσεις», επισημαίνεται. «Η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους μέσα από τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων και την αξιόπιστη τήρηση των κανόνων του υπό διαμόρφωση νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου είναι απαραίτητη, ώστε να διατηρηθεί η αξιοπιστία των δημόσιων οικονομικών», αναφέρεται. Τονίζεται ότι η βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, μέσω της χάραξης αξιόπιστης μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής στρατηγικής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Τι θα κρίνει την πορεία της χώρας
Η ΤτΕ εξηγεί πως η επανεκκίνηση της οικονομίας από το β΄ τρίμηνο του έτους και μετά συνέβαλε στη σημαντική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Οι προσδοκίες των επιχειρήσεων ενισχύθηκαν σε όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ και η εξέλιξη των βασικών οικονομικών δεικτών στη βιομηχανία, στις κατασκευές και στην εξαγωγική δραστηριότητα παρέμεινε ιδιαίτερα θετική σε όλη τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου. «Ωστόσο, η επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, η ανησυχία για τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, καθώς και η αύξηση του κόστους ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, εντείνουν την αβεβαιότητα, επηρεάζουν την εμπιστοσύνη και αυξάνουν τους κινδύνους για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα. Ταυτόχρονα όμως, η έναρξη των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων, η υψηλή αποταμίευση, η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και η συνέχιση των ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης λόγω των διευκολυντικών νομισματικών και χρηματοοικονομικών πολιτικών αποτελούν παράγοντες αισιοδοξίας για την πορεία της οικονομίας τα προσεχή τρίμηνα».
Μεσοπρόθεσμα, η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η χρηματοδοτική στήριξη από ένα εύρωστο τραπεζικό σύστημα θα ενισχύσουν τις επενδύσεις, θα υποστηρίξουν την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και θα συμβάλουν στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Αυτό θα επιτρέψει στην οικονομία να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις και να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εν μέρει ως κληρονομιά της κρίσης χρέους, και θα οδηγήσει στη μετάβαση σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς παραγωγικό πρότυπο, αναφέρεται.
Η πρόβλεψη για την οικονομική δραστηριότητα υπόκειται σε αβεβαιότητες και κινδύνους
«Η πρόβλεψη για την πορεία της οικονομίας υπόκειται σε αβεβαιότητες και κινδύνους. Τυχόν θετικότερη έκβαση σχετίζεται με την ισχυρότερη ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της συσσωρευμένης αποταμίευσης των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και την ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού» αναφέρει η ΤτΕ.
Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι, που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας, την επιτάχυνση του πληθωρισμού, την πιθανή αύξηση των ΜΕΔ μετά τη λήξη των μέτρων κρατικής στήριξης και ενδεχομένως ένα χαμηλό ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων του NextGenerationEU. Για παράδειγμα, οι νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, εφόσον αποδειχθούν ανθεκτικές στα εμβόλια, θα μπορούσαν να πλήξουν την εμπιστοσύνη, να περιορίσουν τις τουριστικές ροές και να επιβραδύνουν την ανάκαμψη, επισημαίνεται.
Επίσης, η ΤτΕ εκτιμά πως εξακολουθεί να υπάρχει αυξημένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τις πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια. Η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων στις τιμές εισαγομένων θα μπορούσε να περιορίσει την ιδιωτική κατανάλωση και τη δυναμική της ανάπτυξης. Παράλληλα, μια ταχύτερη του αναμενομένου αλλαγή κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ θα μπορούσε να προκαλέσει ισχυρούς κλυδωνισμούς στις χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεάζοντας αρνητικά την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία. Αναφέρει και πως «η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα εντείνει τόσο τους δημοσιονομικούς όσο και τους χρηματοπιστωτικούς κινδύνους».
Οι τράπεζες
Στον χρηματοπιστωτικό τομέα καταγράφονται θετικές εξελίξεις αλλά και η τάση ανόδου των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων παγκοσμίως, καθώς και των διαφορών αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών Βunds. Επίσης, στο τραπεζικό σύστημα γίνεται καταγραφή ζημιών και υποχώρηση της κεφαλαιακής επάρκειας το εννεάμηνο του 2021 «εξαιτίας συναλλαγών που σχετίζονταν με τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ» και αναφέρεται πως η «υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων το εννεάμηνο του 2021 λόγω της εφαρμογής του σχεδίου “Ηρακλής”» δεν επιτρέπουν εφησυχασμό γιατί «η πλήρης επίπτωση της πανδημίας στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών αναμένεται να εμφανιστεί με χρονική υστέρηση».
Διαπιστώνεται προσπάθεια των τραπεζών να βελτιώσουν την ποιότητα του ενεργητικού τους και να ενισχύσουν τα χρηματοοικονομικά τους μεγέθη. Αναφέρεται όμως πως «σε λίγες επιμέρους περιπτώσεις, ιδίως μικρότερου μεγέθους τραπεζών, απαιτείται ωστόσο εντατικοποίηση της προσπάθειας αυτής».
Αναφέρει πως «Παρά την αξιόλογη μείωση των ΜΕΔ, το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει, δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς των ΜΕΔ από τους ισολογισμούς των τραπεζών στους επενδυτές. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να μπορέσουν οι εταιρίες διαχείρισης ΜΕΔ (NPL Servicers) να διαχειριστούν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο το απόθεμα των ΜΕΔ που έχουν αναλάβει, καθώς κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο τόσο για την αναδιάρθρωση βιώσιμων επιχειρήσεων όσο και για την επιτυχία του σχεδίου “Ηρακλής”. Αυτό προϋποθέτει αξιοποίηση του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών, των διατάξεων του πρόσφατου νόμου περί ρύθμισης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας, κυρίως όμως θα πρέπει οι εν λόγω εταιρίες να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης του ιδιωτικού χρέους σε πιστούχους με χαρακτηριστικά βιωσιμότητας, ώστε να διευκολυνθούν οι πιστούχοι αυτοί να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και η Πολιτεία θα πρέπει επίσης να φροντίσει ώστε να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης και να αρθούν τα ποικίλα εμπόδια στην ομαλή εφαρμογή του μηχανισμού για την εξωδικαστική διευθέτηση οφειλών και των διατάξεων του νόμου για τη ρύθμιση οφειλών».